Σε αναζήτηση μέτρου μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας

Νίκος Φραγκάκης
Δικηγόρος, Προέδρος του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών (ΕΚΕΜΕ)

Στα Σημεία στον Ευρωπαϊκό Χρόνο, τη στήλη των σχολίων της ΕΕΕυρΔ, όπου ο Δ. Ευρυγένης με το κομψό του ύφος τοποθετούσε ψηφίδες ευρωπαϊκής γνώσης, για να προετοιμάσει αυτό που ο ίδιος είχε αποκαλέσει, στο εισαγωγικό εκδοτικό σχόλιο του νέου τότε περιοδικού, «το γνωστικό έδαφος του έλληνα νομικού», βρίσκουμε στο 3ο τεύχος του 1981 μία αναφορά για την πρώτη διεθνή σύμβαση για την προστασία του ατόμου από κινδύνους της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του Συμβουλίου της Ευρώπης [αριθ. 108], του κειμένου που υπήρξε ο πρόδρομος αλλά και το σταθερό σημείο αναφοράς όλων των μεταγενέστερων ευρωπαϊκών και εθνικών ρυθμίσεων για το ζήτημα αυτό. Προδρομικό και το σχόλιο του Ευρυγένη που τελείωνε έτσι: «΄Ενας μετά τον άλλο, οι εθνικοί νομοθέτες των αναπτυγμένων κυρίως χωρών θεσπίζουν νομικό πλαίσιο για το κυρίαρχο στην εποχή μας φαινόμενο της διεισδύσεως σ’ όλους τους τομείς του κοινωνικού βίου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και της ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων. Είναι καιρός και ο ελληνικός δικαιοπαραγωγικός μηχανισμός να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή».
΄Οσο κι αν μιλούσε κανείς εκείνη την εποχή για «κυρίαρχο φαινόμενο», ήταν πολύ δύσκολο να μαντέψει σε ποιο βαθμό –όχι χρόνο με το χρόνο, αλλά κυριολεκτικά μέρα με τη μέρα– τα ηλεκτρονικά μέσα, ο υπολογιστής μα και η κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο και αναρίθμητες άλλες εφαρμογές, θα άλλαζαν ριζικά την καθημερινή ζωή και ειδικότερα, σε ό,τι μας αφορά, την αντίληψη για τα προσωπικά δεδομένα ως στοιχείου της ιδιωτικότητας και της τελευταίας ως κεντρικής παραμέτρου στη στάθμιση ελευθερίας και ασφάλειας.
΄Αλλοτε, ήταν πολύ πιο εύκολο να υπερασπίζεται κανείς την ιδιωτικότητά του, το περίφημο «δικαίωμα να σε αφήνουν μόνο». Τότε, «το σπίτι μου ήταν το κάστρο μου» και η ανάλογη νομική προστασία δεν αντιμετώπιζε τις τωρινές τεχνολογικές δυνατότητες παραβίασης του προσωπικού μας «χώρου», ακόμη και όταν αυτός συνέπιπτε με δημόσιο χώρο– όταν βρισκόμαστε σε δρόμους, πλατείες, πάρκα, θέατρα, μουσεία. Σήμερα αυτός ο χώρος είναι άχωρος, αδιαχώρητος, στενόχωρος. Είναι και εικονικός, αφού αποτελείται όχι μόνον από τον φυσικό τόπο στον οποίο βρισκόμαστε, αλλά και από προσωπικές πληροφορίες, ψηφιακές ή ψηφιοποιήσιμες, δεκτικές συλλογής, αρχειοθέτησης και, γενικά, επεξεργασίας σε πραγματικό χρόνο οπουδήποτε στη γη. Χώρος απεριόριστος και συνάμα ασφυκτικός. Ασφυκτικός, γιατί κράτος και ιδιώτες τον απειλούν συνεχώς με παραβιάσεις όχι μόνον εξ ορισμού «εχθρικές», αλλά και πολλές που συστηματικά εμφανίζονται ως δήθεν φίλιες, ταγμένες για την ασφάλειά μας.
Το δικαίωμα κάθε ατόμου στην ελευθερία και την προσωπική ασφάλεια συνυπάρχει και συμπλέκεται σε αδιάσπαστο τρίπτυχο με το δικαίωμα στη ζωή, που καθιέρωσε η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εδώ και 60 χρόνια. Πρόσφατα το ζεύγμα των εκ πρώτης όψεως ανταγωνιστικών αξιών της ελευθερίας και της ασφάλειας ως συνυφασμένων δικαιωμάτων εμφανίζεται με ρηματική λιτότητα (αν και όχι με κανονιστική πληρότητα) στην πρώτη διάταξη του κεφαλαίου 2 (Ελευθερίες) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων [ΧΘΔ] της ΕΕ, εκείνη του άρθρου 6: Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια. Διάταξη που αντιστοιχεί με το πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Στη Σύμβαση όμως έπονται οι εκτενείς ρυθμίσεις του υπόλοιπου άρθρου 5 που εξειδικεύουν την κανονιστική του εμβέλεια σε τρόπο που να κατοχυρώνεται η προσωπική ασφάλεια του πολίτη όταν απειλείται η ελευθερία του από την κρατική εξουσία. ΄Ετσι, η απόλαυση της προσωπικής ελευθερίας εξασφαλίζεται μέσω της προσωπικής ασφάλειας. Ακολουθώντας πάλι το δρόμο που χάραξε η Οικουμενική Διακήρυξη (άρθρο 12), το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια συμπληρώνεται στον Χάρτη από εκείνο του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 7) που καλύπτει την κατοικία και τις επικοινωνίες κάθε προσώπου –διάταξη ομοταγής εκείνης του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, με τη διαφορά ότι η αλληλογραφία (το κατεξοχήν μέσο επικοινωνίας των μέσων του 20ού αιώνα) επεκτείνεται σήμερα σε κάθε μορφής επικοινωνία– και, στη συνέχεια, επακολουθεί η, άγνωστη στους συντάκτες της Οικουμενικής Διακήρυξης και της ΕΣΔΑ, προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8 ΧΘΔ), όπου η μεγαλύτερη κανονιστική ανάπτυξη είναι εμφανής στις παραγράφους 2 και 3 της διάταξης.
Υπερβαίνοντας στη σημερινή εποχή τον σκοπό των άρθρων 5 ΕΣΔΑ και 6 ΧΘΔ οδηγούμαστε σε μία ακόμη έννοια της ασφάλειας, όπου προέχει η ασφάλεια του κράτους ως καίρια συνιστώσα του κυβερνάν, υπό διάφορες εκφάνσεις, οι κυριότερες από τις οποίες είναι εκείνες που συναπαρτίζουν και τον κύριο στόχο του οργανωτικού τρίπτυχου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης: οικονομική ασφάλεια (μέριμνα της Συνθήκης ΕΚ – πρώτο βάθρο), εξωτερική ασφάλεια (ΚΕΠΠΑ, ΕΠΑΑ – δεύτερο βάθρο της Συνθήκης ΕΕ) και εσωτερική ασφάλεια (χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, πρώην δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις της Συνθήκης ΕΕ – τρίτο βάθρο) που κυρίως μας απασχολεί εδώ. Θα μπορούσε μάλιστα να μιλήσει κανείς για μια ολιστική έννοια κοινωνικής ασφάλειας ή ασφάλειας της κοινωνίας και από κινδύνους φυσικών καταστροφών, επιδημιών κ.λπ. Η κατοχύρωση της αξίας της ασφάλειας, υπό την έννοια αυτή, δεν είναι πλέον σύστοιχη με την ελευθερία όπως εκτέθηκε προηγουμένως. Αυτή η ασφάλεια εμφανίζεται να δικαιολογεί την απώλεια ενός τμήματος της προσωπικής ελευθερίας του πολίτη για να επέλθει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα εξουσίας, δηλαδή η ίδια η εξασφάλιση του αγαθού της ασφάλειας που το κράτος στη συνέχεια (αντ)αποδίδει ως υπηρεσία γενικού συμφέροντος στα πρόσωπα. Η στάθμιση της απώλειας και του οφέλους πρέπει να οδηγεί στην, με το μικρότερο κόστος και τη μεγαλύτερη διασφάλιση για το κάθε ένα από τα δύο, εξισορρόπηση των αντιπαρατιθέμενων δικαιωμάτων. Υπό την ίδια έννοια, δεν είναι παράδοξο η ασφάλεια της ελευθερίας να καταλήγει ενδεχομένως σε περιορισμό της ίδιας της ελευθερίας.
Προσοχή, όμως: Η επιδίωξη μιας απόλυτα ασφαλούς κοινωνίας θα αλλοιώσει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της ίδιας της κοινωνίας, αφού φαίνεται πως ό,τι προστίθεται στην ασφάλεια αφαιρείται από την ελευθερία και ό,τι δεν αφαιρείται από την ελευθερία αφαιρείται από την ασφάλεια. ΄Αλλωστε, η σχετικότητα των δύο εννοιών είναι προφανής, όχι μόνο γιατί απόλυτη ασφάλεια ή απόλυτη ελευθερία δεν υπάρχουν ως κοινωνικά εννοιολογικά μεγέθη, αλλά κυρίως γιατί η απόδοσή τους ως όρων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο γίνεται πάντοτε συγκριτικά (και συνεπώς σχετικά) με προηγούμενη κατάσταση του ίδιου κοινωνικού χώρου. Η σχετικότητα αυτή οδηγεί στην παραδοχή ότι ζούμε –εκόντες-άκοντες– σε μια «κοινωνία της διακινδύνευσης» (risk society) που μεταβάλλει το κράτος σε «κράτος διαχείρισης κινδύνων», δηλαδή διαχείρισης μικρότερων ή μεγαλύτερων κρίσεων, προκειμένου να προσφέρει στους πολίτες την προσωπική ασφάλεια που δικαιούνται. Όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, «οι κοινωνίες της διακινδύνευσης είναι κοινωνίες της ελευθερίας, των ελεύθερων επικίνδυνων επιλογών των μελών τους. […] Σε αυτή τη διαπλοκή ελευθερίας-δημοκρατίας-ασφάλειας βρίσκεται και το ‘σχιζοφρενικό’ στοιχείο της κοινωνίας της διακινδύνευσης».

* Δημοσιεύεται η εισαγωγή-διάλεξη του Ν. Φραγκάκη της σειράς «Τιμή Δημήτρη Ευρυγένη», που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, στη Θεσσαλονίκη, στις 22 Μαΐου 2009.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved