Προκειμένου να αναζητήσει κανείς κάποιες θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, που πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο, θα πρέπει να καταφύγει σε ένα ετερόκλητο σύνολο κανόνων διαφορετικής προελεύσεως και κυμαινόμενης κανονιστικής βαρύτητας, που συμπεριλαμβάνει διεθνείς συμβάσεις, όπως η Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1968, πράξεις των κοινοτικών οργάνων, όπως οι κανονισμοί Βρυξέλλες Ι και ΙΙ, ο πρόσφατος κανονισμός για τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο κλπ. Πολύ μεγάλη είναι όμως και η επίδραση των αποφάσεων του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής ΔΕΚ), οι οποίες κατά κανόνα εκδίδονται μετά την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από εθνικά δικαστήρια, όταν ενώπιόν τους ανακύπτουν ζητήματα κοινοτικού δικαίου. Στο πλαίσιο των ανωτέρω εθνικών δικών, το ΔΕΚ αποδέχεται, βέβαια, το γεγονός ότι οι δίκες θα διεξαχθούν δυνάμει των εθνικών δικονομικών δικαίων, επιβάλλει, ωστόσο, με πάγια νομολογία του στα εθνικά δικαστήρια το σεβασμό της αρχής τόσο της ισοδυναμίας όσο και της αποτελεσματικότητας (ΔΕΚ, 16.12.1976, Rewe, 33/76, ελλην. Συλλ. 1976.747). Αξιώνει, δηλαδή, ένα γενικό αποκλεισμό των διακρίσεων μεταξύ της προστασίας δικαιωμάτων που πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο και της κατοχύρωσης δικαιωμάτων του εθνικού δικαίου (ισοδυναμία) και απαιτεί η προστασία των δικαιωμάτων του κοινοτικού δικαίου να μη καθίσταται λόγω ρυθμίσεων του εθνικού δικαίου αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής (αποτελεσματικότητα). Ως κοινό επιστέγασμα όλων εμφανίζεται, τέλος, το άρθρο 6 ΕΣΔΑ και η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν και η ΕΣΔΑ δεσμεύει μόνον έμμεσα την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αναφορές στις διατάξεις της διαρκώς πληθαίνουν στο κείμενο των αποφάσεων των κοινοτικών Δικαστηρίων, τα τελευταία ιδίως χρόνια. Και, βέβαια, αν είχε γίνει δεκτό το Σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης, θα είχε υιοθετηθεί επίσης το άρθρο 47 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Νίκαιας, το οποίο εγγυάται δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σε αμερόληπτο δικαστήριο, εισάγοντας έτσι, σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, αρχές ανάλογες προς εκείνες του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Από ένα συνδυασμό, πάντως, όλων των ανωτέρω, μπορούν να προκύψουν κάποιες θεμελιώδεις αρχές της νομολογίας του ΔΕΚ, οι οποίες θα είχαν, ενδεχομένως, επίδραση και στην πολιτική δίκη ενώπιον εθνικών δικαστηρίων.
Η διασφάλιση π.χ. της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, όταν προσβάλλονται δικαιώματα, που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο, θεωρείται από το ΔΕΚ αυτονόητη υποχρέωση του κράτους μέλους (ΔΕΚ, 15.5.1986, Johnston, 222/84, Συλλ.1986.1651). Kάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για μία δίκαιη δίκη. Η αρχή αυτή εμπνέεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το ΔΕΚ (ΔΕΚ, 2.5.2006, Eurofood, C-341/04, Συλλ. 2006.Ι-3813), συμπεριλαμβάνει δε όπως και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ - και το δικαίωμα για παροχή προσωρινής ένδικης προστασίας, προκειμένου να διαφυλαχθούν δικαιώματα που πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο (ΔΕΚ, 19.6.1990, Factortame, C-213/89, Συλλ. 1990.Ι-2433).
Η προστασία των δικαιωμάτων του εναγομένου αποτελεί, αντίστοιχα, αντικείμενο ειδικής μέριμνας και στην κοινοτική έννομη τάξη, η οποία, μεταξύ άλλων, φροντίζει π.χ. στο πεδίο ισχύος της Συμβάσεως Βρυξελλών, και σήμερα του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, να συγκεντρώνονται όλες κατά το δυνατόν οι αγωγές στο δικαστήριο της κατοικίας/έδρας του εναγομένου, καθώς επίσης να λαμβάνει οπωσδήποτε χώρα έγκαιρη επίδοση ή κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, ώστε ο εναγόμενος να είναι πάντα σε θέση να αμυνθεί. Η υπεράσπιση με δικηγόρο δεν πρέπει να παρεμποδίζεται (ΔΕΚ, 28.3.2000, Krombach, C-7/98, Συλλ. 2000.Ι-1935) και έχει αναχθεί σε τμήμα του θεμελιώδους δικαιώματος του άρθρου 47 της Χάρτας της Νίκαιας.
Εκεί, όμως, όπου το κοινοτικό δίκαιο πραγματικά καινοτομεί, εισάγοντας ρυθμίσεις άγνωστες μέχρι τώρα στο αυτόνομο ελληνικό δίκαιο, είναι η κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων ομάδων ασθενεστέρων, προσώπων, δηλαδή, τα οποία εξ ορισμού θεωρούνται οικονομικά αδύνατα και κοινωνικά λιγότερο έμπειρα από τους αντισυμβαλλομένους τους. Πρόκειται για τους εργαζομένους, τους καταναλωτές και τους ασφαλισμένους. Τα δικαιώματά τους κατοχυρώνονται μέσω του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, κυρίως με τη δημιουργία ειδικού πλέγματος προνομιακών δικαιοδοτικών βάσεων και με δραστικούς περιορισμούς στις συμφωνίες παρεκτάσεως, που περιέχονται σε συμφωνίες με καταναλωτές, εργαζομένους και ασφαλισμένους, αλλά και μέσω αποφάσεων του ΔΕΚ, κυρίως στο πλαίσιο της προστασίας του καταναλωτή από καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις (οδηγία 93/13 για τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές).
Η αρχή της ισότητας των διαδίκων λαμβάνει στο κοινοτικό δίκαιο ιδίως τη μορφή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και οδηγεί σε μη εφαρμογή διατάξεων που εξαρτούν από την ιθαγένεια του ενάγοντος π.χ. την υποχρέωση καταβολής εγγυοδοσίας για την άσκηση της αγωγής κλπ. (ΔΕΚ, 1.7.1993, Hubbard, C-20/92, Συλλ. 1993.Ι-3777).
Αλλά και η καθεαυτό δικονομική μεταχείριση του κοινοτικού δικαίου έχει οδηγήσει σε πλούσια νομολογία από πλευράς του ΔΕΚ, ιδίως σε συνάρτηση προς την ύπαρξη δικονομικών προθεσμιών του εθνικού δικαίου και την αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη του κοινοτικού δικαίου. Ειδικά στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας παρεκτάσεως αρμοδιότητας, που επιβλήθηκε από τον αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή, χωρίς να προηγηθεί διαπραγμάτευση, αποτελεί κατά το ΔΕΚ το μοναδικό τρόπο να προστατευθούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα του καταναλωτή και να επιτευχθεί ο στόχος της οδηγίας 93/13 (ΔEK, 27.6.2000, Océano Grupo, C-240/98, Συλλ. 2000.Ι-4941). Έτσι, η πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, ότι η καταχρηστικότητα λαμβάνεται υπόψη μόνο κατόπιν ενστάσεως, κάμπτεται, τουλάχιστον στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών.
Προβληματική φαίνεται ακόμη και η πάγια τακτική του Αρείου Πάγου να απορρίπτει την αναίρεση ως αόριστη, όταν ο αναιρεσείων δεν επικαλείται πανηγυρικά την παραβιαζόμενη διάταξη. Από τη νομολογία του ΔΕΚ προκύπτει σαφής επιθυμία του κοινοτικού Δικαστηρίου να μη παρεμποδίζεται από δικονομικά εμπόδια η προβολή ισχυρισμών, που θα οδηγήσουν σε έλεγχο του συμβατού του εθνικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο. Συνεπώς, η απόρριψη της αναιρέσεως ως αόριστης, επειδή ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ρητά την παραβιαζόμενη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, εμποδίζει το ανώτατο δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το εθνικό δίκαιο με κριτήριο υπερκείμενο κανόνα του κοινοτικού δικαίου και παρακωλύει τη διαδικασία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι τα εξόφθαλμα λάθη των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων δεν αφήνουν πλέον αδιάφορη την κοινοτική έννομη τάξη, επειδή η ζημία που προκαλείται στις περιπτώσεις αυτές στον διάδικο δεν είναι συνήθως αναστρέψιμη. Σχετικά πρόσφατα, άλλωστε, το ΔΕΚ καθιέρωσε την αρχή της εξωσυμβατικής ευθύνης του κράτους μέλους για ζημίες που προκαλεί σε ιδιώτη δικαστική απόφαση ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου, όταν αυτό προδήλως αγνοεί τους εφαρμοστέους κανόνες του κοινοτικού δικαίου (ΔΕΚ, 30.9.2003, Köbler, C-224/01, Συλλ. 2003.Ι-10239).
Η ασφάλεια του δικαίου, έτσι όπως εκφράζεται με τη δεσμευτικότητα που απορρέει από το δεδικασμένο, αποτελεί για τη νομολογία του ΔΕΚ βασική προϋπόθεση εύρυθμης λειτουργίας της κοινοτικής όπως και της εθνικής έννομης τάξης. Επειδή όμως και οι λανθασμένες αποφάσεις αναπτύσσουν κανονικά δεδικασμένο, το ΔΕΚ δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να επανεξετάζουν τις δικαστικές αποφάσεις που εξοπλίσθηκαν κατά το εθνικό δίκαιο με δεδικασμένο, ακόμη και όταν αυτές αντιβαίνουν προς το κοινοτικό δίκαιο (ΔΕΚ, 16.3.2006, Kapferer, C-234/04, Συλλ. 2006.Ι- 2585). Η στάση του ΔΕΚ στην πρόσφατη υπόθεση Lucchini (ΔΕΚ, 18.7.2007, C-119/05, αδημοσίευτη ακόμη στη Συλλ.) φαινομενικά μόνο παρεκκλίνει από την ανωτέρω αρχή, διότι ουσιαστικά εδώ ο εθνικός δικαστής καλείται από το ΔΕΚ να παραμερίσει απόφαση εθνικού δικαστηρίου, η οποία παράγει μεν δεδικασμένο, έχει αποφανθεί ωστόσο επί ζητήματος, για το οποίο το εθνικό δικαστήριο δεν διέθετε καμία αρμοδιότητα, εφόσον αποκλειστικά αρμόδια για το θέμα ήταν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Τέλος, μεταξύ των κυριότερων δικονομικών αρχών που αναπτύσσει η νομολογία του ΔΕΚ τα τελευταία χρόνια, σαφή επίδραση επί της απονομής δικαιοσύνης στο εσωτερικό μας δίκαιο έχει και η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους προς το δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων των υπόλοιπων κρατών μελών. Έτσι π.χ. το ΔΕΚ δεν επέτρεψε σε εθνικό δικαστήριο να εξαρτήσει την εκκρεμοδικία, με άλλα λόγια, την προτεραιότητα του πρώτου επιληφθέντος αλλοδαπού δικαστηρίου, από σκοπιμότητες σχετικές με την ολοκλήρωση της δίκης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου (ΔΕΚ, 9.12.2003, Gasser, C-116/02, Συλλ. 2003. Ι-14693).
Το γεγονός ότι η κοινοτική έννομη τάξη και, ειδικότερα, η δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις έχει περάσει σε ένα νέο προωθημένο στάδιο ενοποιήσεως, αποδεικνύεται περίτρανα με πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ, στο πλαίσιο της οποίας περιορίζεται, σε ορισμένους, βέβαια, τομείς, το πεδίο δράσης των εθνικών δικονομικών δικαίων, ενώ αυξάνονται οι περιπτώσεις αυτόνομης ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου. Σε τομείς όπως είναι π.χ. ο κανονισμός 1348/2000 σχετικά με τις επιδόσεις, η προσφυγή σε εθνικούς δικονομικούς κανόνες, όταν εμφανίζεται κενό δικαίου στο κοινοτικό νομοθέτημα, δεν είναι πλέον αυτονόητη, όπως θα ήταν, ενδεχομένως, πριν από λίγα χρόνια, αλλά επιτρέπεται μόνο στο βαθμό που οι κανόνες αυτοί δεν θίγουν το λόγο υπάρξεως και το σκοπό του συγκεκριμένου κανονισμού (ΔΕΚ, 8.11.2005, Leffler, C-443/03, Συλλ. 2005.Ι- 9611).
.