Τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις και οικονομική κρίση
Γιώργος Δέλλιος
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Τα εξαιρετικά δεδομένα της οικονομικής κρίσης φέρνουν στο προσκήνιο το ενδεχόμενο δικαστικής αποτίμησής τους ως «απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών», στοιχείο που θα μπορούσε να δικαιολογεί ορισμένες διορθωτικές παρεμβάσεις του δικαστή σε τρέχουσες συμβάσεις με βάση την αρχή της συναλλακτικής καλής πίστης των ΑΚ 388 και 288 (ΟλΑΠ 9/1997 ΝοΒ 1997, 762).
Οι δανειολήπτες που έχασαν πηγές εισοδήματος παραπονούνται ότι οι τράπεζες κατά κανόνα δεν αρνούνται μεν να παρατείνουν τον χρόνο αποπληρωμής των δανείων τους, το πράττουν όμως υπό δυσμενέστερους επιτοκιακούς όρους ή ζητώντας πρόσθετες εξασφαλίσεις που είναι αδύνατο να βρεθούν. Υπό τις συνθήκες αυτές αναμενόμενο είναι να διογκώνεται το αίτημά τους για παροχή δικαστικής προστασίας. Η ελληνική νομολογία, όμως, μέχρι στιγμής αρνείται να υπαγάγει τις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις στη διορθωτική εμβέλεια της απρόοπτης μεταβολής των οικονομικών συνθηκών, επικαλούμενη ότι «το δάνειο είναι σύμβαση ετεροβαρής, συνεπώς δεν έχει επ' αυτής εφαρμογή η ΑΚ 388» (ΑΠ 798/1989 ΕλλΔνη 1990, 1250). Η διεθνής τάση, ωστόσο, είναι να εφαρμόζονται τα πραγματικά της απρόοπτης μεταβολής σε κάθε υφιστάμενη ενοχική υποχρέωση, άρα και στις ετεροβαρείς συμβάσεις (βλ. άρθρο 6:111 Αρχών του Ευρωπαϊκού Δικαίου των Συμβάσεων, άρθρο 6.2.1-3 Αρχών UNIDROIT, άρθρο ΙΙΙ.-1:110 DCFR). Πέραν αυτού δε, ειδικά το έντοκο δάνειο μπορεί να καταταγεί ανεπιφύλακτα στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, αφού στην παραχώρηση της χρήσης του δανείσματος αντιστοιχεί πάντοτε η υποχρέωση του δανειολήπτη για καταβολή τόκων (ΑΠ 1620/2008, Νόμος).
Σημάδια αναγνώρισης της ανάγκης για ιδιαίτερη αντιμετώπιση της απρόβλεπτης μεταβολής των οικονομικών συνθηκών και στις τραπεζικές πιστώσεις εμφανίζονται σε ορισμένες δικαστικές αποφάσεις. Μέχρι τώρα η αναγνώριση αυτή συντελείται με τη συναγωγή από την ΑΚ 288 αυξημένων υποχρεώσεων της τράπεζας για οικονομική διευκόλυνση του δανειολήπτη που αντιμετωπίζει απρόβλεπτη και υπερβολική δυσχέρεια στην εξυπηρέτηση του δανείου του (ΕφΑθ 5025/1990 ΝοΒ 1991, 79∙ ΠρΑθ 2087/2004 ΝοΒ 2005, 1463). Τυχόν παράβαση των ιδιαίτερων αυτών υποχρεώσεων ενδέχεται να επισύρει την καταδίκη της τράπεζας σε αποζημίωση, είτε λόγω μη εκπλήρωσης παρεπόμενης συμβατικής υποχρέωσης, είτε με βάση την ΑΚ 919, είτε με βάση τον συνδυασμό των ΑΚ 281, 288 και 914 (ΕφΑθ 5025/1990 ό.π.∙ ΑΠ 1153/1976 ΝοΒ 1977, 700). Αφού λοιπόν τα δικαστήρια αναγνωρίζουν κατασταλτικά την υποχρέωση αποζημίωσης ως συνέπεια της μη εκούσιας συμμόρφωσης της τράπεζας στις επιταγές της συναλλακτικής καλής πίστης, αντιφατική εμφανίζεται η άρνησή τους να ενεργήσουν προληπτικά στην ίδια κατεύθυνση, αναπροσαρμόζοντας τους επιβαρυνόμενους από την απρόοπτη μεταβολή όρους του δανείου και προλαμβάνοντας έτσι την επέλευση ζημίας στον δανειολήπτη.
Υπέρ της άποψης αυτής θα μπορούσε να προσμετρηθεί, στο επίπεδο όμως της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, και ο Ν. 3869/2010 που, παράλληλα με την ανάγκη επανένταξης των «υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» στην οικονομική ζωή, δείχνει να λαμβάνει υπόψη και την
ανάγκη αντιμετώπισης του ενδεχόμενου απρόοπτης μεταβολής των οικονομικών συνθηκών. Aυτό φαίνεται όταν στην αιτιολογική έκθεση γίνεται λόγος για «εισοδηματική στενότητα», προερχόμενη από «απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.ά.)», ή όταν καθιερώνεται, υπό τη μορφή εξωδικαστικού ή δικαστικού συμβιβασμού, μια υποχρέωση αναδιαπραγμάτευσης των χρεών (άρθρα 2 και 7), η αποτυχία της οποίας ενεργοποιεί τη δυνατότητα του δικαστηρίου να «αναπροσαρμόζει» το ύψος και τον τρόπο των καταβολών (άρθρο 8§2), λαμβάνοντας υπόψη και τυχόν «μεταγενέστερα γεγονότα» που επιδρούν στην ευχέρεια εκπλήρωσης του οφειλέτη (άρθρο 8§4). Μάλιστα, αρκετές δικαστικές αποφάσεις επισημαίνουν ότι «ο Ν. 3869/2010…, καθορίζ(οντας) τις προϋποθέσεις ρύθμισης των χρεών του φυσικού προσώπου, εξειδικεύ(ει) την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών της ΑΚ 288, (και) στοχεύει…να επαναφέρει την ισορροπία των παροχών μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του» (ΕιρΚαλύμν 1/2012∙ ΕιρΘεσ 5105/2011, Νόμος).
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι και στο πεδίο των πιστωτικών συμβάσεων δεν είναι άγνωστη, ούτε στον δικαστή ούτε στον νομοθέτη, η αναζήτηση παρεμβάσεων υπέρ του πληττομένου από την απρόοπτη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών. Έτσι, η μέχρι τώρα αρνητική στάση της νομολογίας δεν φαίνεται να έχει δογματική προέλευση και εξηγείται μάλλον από τον υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας του ζητήματος. Διότι καμιά οικονομική κρίση, και μάλιστα σε όλες τις διαφορετικές φάσεις εξέλιξής της, δεν έχει τον ίδιο βαθμό προβλεψιμότητας των συνεπειών της για όλους τους κλάδους συναλλαγών. Είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομική κρίση, στην τωρινή της φάση, πλήττει περισσότερο τις επιχειρήσεις εισαγωγών και εμπορίας, οι οποίες, πέραν της μείωσης των εργασιών τους, έχουν να αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία των αλλοδαπών προμηθευτών, που ζητούν προεξόφληση κάθε παραγγελίας, και την απροθυμία των ημεδαπών τραπεζών να αναχρηματοδοτήσουν τη ροή των εισαγωγών τους. Εξίσου έντονα πλήττονται οι επιχειρήσεις που συναλλάσσονταν συστηματικά με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, οι οικοδομικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις εστίασης και οι οφειλέτες που έχασαν τη θέση εργασίας τους ή άλλη σταθερή πηγή εισοδήματος. Πλήττονται όμως πολύ λιγότερο, σε κάποιες περιπτώσεις ίσως καθόλου, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις με υψηλό ποσοστό εγχώριας προστιθέμενης αξίας, ιδίως μάλιστα όταν οι παραγγελίες τους είναι διασφαλισμένες με άνοιγμα ανεκκλήτων πιστώσεων από οίκους του εξωτερικού. Αντιθέτως, εξαγωγικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν για την παραγωγή τους εισαγόμενες πρώτες ύλες, εξακολουθούν να πλήττονται καίρια.
Το πρόβλημα γίνεται πιο σύνθετο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ούτε οι Τράπεζες μένουν άθικτες από την οικονομική κρίση. Η εν τοις πράγμασι κατάργηση της διατραπεζικής αγοράς, το «κούρεμα» των ομολόγων στα οποία καθεμιά τράπεζα είχε τοποθετήσει ένα διαφορετικό ποσοστό των διαθεσίμων της, η διαφορετική αύξηση του ποσοστού των επισφαλειών άρα και των προβλέψεων για αντίστοιχα αποθεματικά, ακόμη και τα υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρουν οι τράπεζες προκειμένου να ανασχέσουν τη διαρροή κεφαλαίων από τα ταμεία τους, αποτελούν παραμέτρους που μπορούν να μεταβάλλουν -σε διαφορετικό βαθμό για κάθε τράπεζα- το κόστος του χρήματος. Η διαφορά έγκειται στο ότι εδώ οι τράπεζες έχουν φροντίσει να αναλάβουν οι ίδιες τον επίμαχο προσδιορισμό. Έτσι, στις δανειακές συμβάσεις τους με κυμαινόμενο επιτόκιο περιλαμβάνουν ρήτρες που τους επιτρέπουν να μεταβάλλουν μονομερώς το βασικό τους επιτόκιο, «ανάλογα με τις μεταβολές των συνθηκών της αγοράς και του κόστους χρήματος», διατηρώντας σταθερό το περιθώριο κέρδους τους (spread). Στο μέτρο που οι εν λόγω ρήτρες δεν κρίνονται αδιαφανείς ή καταχρηστικές (άρθρο 2§§6 και 7 εδ. ε΄ Ν. 2251/1994 ή άρθρα 178, 179, 281, 288, 371-372 ΑΚ), η ενεργοποίησή τους είναι σε θέση να μεγαλώσει την επιβάρυνση του ήδη πληττόμενου από την οικονομική κρίση δανειολήπτη. Στις περιπτώσεις αυτές δεν θα ήταν δυνατό, βέβαια, το δικαστήριο να αποτρέψει μια αύξηση του βασικού επιτοκίου που αντιστοιχεί σε ισόποση πραγματική αύξηση του κόστους χρήματος της τράπεζας. Θα μπορούσε όμως το δικαστήριο να εκτιμήσει ότι η απρόοπτη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών έχει τόσο ουσιώδεις επιπτώσεις στην ανταλλακτική ισορροπία της σύμβασης και στην ευχέρεια του δανειολήπτη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ώστε να δικαιολογείται μια μείωση του περιθωρίου κέρδους της τράπεζας ή/και μια παράταση του χρόνου αποπληρωμής. Ανάλογη θα μπορούσε να είναι η εκτίμηση και στις περιπτώσεις των δανείων με σταθερό επιτόκιο, όπου η κρίση θα κατευθυνόταν και πάλι σε μια εύλογη μείωση του κέρδους της τράπεζας.
Ως αντίλογος στα παραπάνω θα μπορούσε να διατυπωθεί ότι ο δικαστής, που κατά κανόνα δεν διαθέτει εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, δεν θα είναι σε θέση να δώσει τεκμηριωμένη λύση, άρα καλό θα ήταν να μη του αναγνωρισθεί και η νομιμοποίηση για το εν λόγω εγχείρημα. Μια τέτοια τοποθέτηση, ωστόσο, πέρα από τον κίνδυνο αρνησιδικίας και μοιραίας εγκατάλειψης του πληττομένου στη δυσμενή αυτή συγκυρία, θα ερχόταν σε αντίθεση με το σύστημα του ιδιωτικού μας δικαίου, που σε αρκετές διατάξεις θεωρεί ότι ο δικαστής είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε μια τέτοια αποστολή, έστω διατάσσοντας πραγματο-γνωμοσύνη (βλ. λ.χ. την άρση της αοριστίας της αντιπαροχής «με δίκαιη κρίση» κατ' ΑΚ 379, 371 ΙΙ ή την κρίση περί του αν «η αύξηση του τιμήματος είναι υπερβολική» κατ' άρθρο 2§7 εδ. ιη΄ Ν. 2251/1994). Ως εκ τούτου, ούτε με αυτό το επιχείρημα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η εκ των προτέρων αρνητική στάση της νομολογίας.
Χαρακτηριστική είναι η ευαισθησία που έδειξε προσφάτως η Πολιτεία, ορίζοντας ότι η παρακράτηση από τη μισθοδοσία για τις δόσεις των δανείων των δημοσίων υπαλλήλων από τις κρατικές τράπεζες (Ταμείο Παρακαταθηκών κ.ά.) περιορίζεται στο ήμισυ. Έκκληση για ανάλογη αντιμετώπιση έγινε και προς τις τράπεζες του ιδιωτικού τομέα, χωρίς ωστόσο να φαίνεται πιθανό, ενόψει και των επιταγών του άρθρου 5§1 Συντ., ότι αυτές θα μπορούσαν να εξαναγκασθούν νομοθετικά προς τούτο. Κρίσιμη όμως, για την ουσιαστική ανταπόκριση των ιδιωτικών τραπεζών, θα μπορούσε να αποβεί η επίγνωση του ότι, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει η δυνατότητα των πληττόμενων από την οικονομική κρίση οφειλετών να ζητήσουν δικαστικά, όπως προεκτέθηκε, την αναπροσαρμογή των όρων των δανειακών τους συμβάσεων.