Η επαγγελματική ευθύνη των δικηγόρων
Αστ. Κ. Γεωργιάδης
Ομότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Περίληψη ομιλίας σε τιμητική εκδήλωση για τον Ομότ. Καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Κ. Παμπούκη. Η περίληψη έγινε από τον συντάκτη του περιοδικού.
Καθώς είναι γνωστό, το άρθρο 56 της ΠολΔικ/1834, που το πρώτον ρύθμισε τα της αστικής ευθύνης των δικαστών και των άλλων βοηθητικών της δικαστικής λειτουργίας προσώπων, μεταξύ των οποίων κυρίως οι δικηγόροι καταλέγονται, για την ίδρυση ευθύνης πάντων, απήτησε την ύπαρξη δόλου ή ασύγγνωστης αμέλειας. Το επακολουθήσαν β.δ/μα της 8ης Ιουλ. 1838 «περί αγωγής κακοδικίου», το μεταγενέστερο άρθρο 103 του Συντ/1911 και ο σε εκτέλεσή του εκδοθείς ν. 407/1914, αλλά και ο ήδη ισχύων και κατ’ επιταγήν του άρθρου 99 του Συντ/1975 εκδοθείς ν. 693/1977, ρυθμίζουν μόνο τα της αστικής ευθύνης των εν στενή εννοία δικαστικών λειτουργών, δηλ. των δικαστών καθημερινής και ιστάμενης δικαιοσύνης, ενώ η όμοια ευθύνη των δικηγόρων, μέχρι μεν της εισαγωγής του ΚΠολΔ ρυθμίζετο από το ήδη αναφερθέν άρθρο 56 της ΠολΔικ/1834, έκτοτε δε από το άρθρο 73 του ΕισνΚΠολΔ, κατά την παράγραφο 4 του οποίου «αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τις τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις». Κατά δε τις δύο επόμενες (5, 6) παραγράφους του ίδιου άρθρου η άσκηση αγωγής κακοδικίας δεν επιτρέπεται μετά πάροδο έξι μηνών από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων (βλ. την ΟλΑΠ 20/2000, αδημ., κατά την οποία η έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας τοποθετείται στο χρόνο γνώσεως από τον εντολέα της ζημιογόνου συμπεριφοράς), σε περίπτωση δε απορρίψεώς της για οποιοδήποτε λόγο, έστω και τυπικό, δεν επιτρέπεται άσκηση νέας. Αν δε παρά την απαγόρευση ασκηθεί, τότε ο ενάγων καταδικάζεται εκτός από τη δικαστική δαπάνη και σε χρηματική ποινή κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ.
Η ευμενής (δε θα τολμήσω να πω σκανδαλώδης) αυτή ρύθμιση είχε ως συνέπεια μόλις το 1964 να εκδοθεί η πρώτη εις βάρος δικαστή απόφαση καταβολής αποζημιώσεως διαδίκου, ενώ η δημοσιευμένη νομολογία ενός ολόκληρου αιώνος δείχνει ότι αγωγές κακοδικίας κατά δικηγόρων ασκήθηκαν εν όλω 13, εκ των οποίων τρεις μόνον έγιναν δεκτές.
Η επί 150 έτη ισχύουσα αυτή ρύθμιση, αλλά και η συνεπής δικαστηρική πρακτική, δημιούργησε στους δικηγόρους (αλλά και στους συμβολαιογράφους και δικαστικούς επιμελητές, που της ίδιας νομοθετικής εύνοιας απολαμβάνουν) την εφησυχαστική πεποίθηση, ότι η αναζήτηση ευθύνης των από τους εντολείς των για σφάλματα, στα οποία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους υπέπεσαν, συνακολούθως και η ευδοκίμηση τυχόν ασκούμενης εναντίον τους αγωγής κακοδικίας, στην περιοχή του απίθανου πρέπει να τοποθετηθεί.
Ήδη η ειδυλλιακή αυτή για τους δικηγόρους εικόνα μετεβλήθη. Διότι ο κοινοτικής εμπνεύσεως ν. 2251/1994 στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 8 ορίζει ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών». Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 προσδιορίζει ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας», ενώ στην 4η παράγραφο του ίδιου άρθρου επιλέγει ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας».
Εκ τούτων προκύπτει ότι ο υπαγόμενος στη ρύθμιση της μόλις αναφερθείσης διατάξεως ευθύνεται για τη ζημία που υπαιτίως προκλήθηκε στον αποδέκτη των υπηρεσιών του για κάθε βαθμό πταίσματος, δηλ. και για ελαφρά αμέλεια. Ότι η υπαιτιότητά του για την επαγωγή της ζημίας τεκμαίρεται, απλώς δε του παρέχεται η δυνατότητα να αποδείξει την έλλειψή της. Με ένα λόγο, η δημιουργούμενη εις βάρος του ευθύνη είναι νόθος αντικειμενική.
Κατά γενική παραδοχή το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 ιδρύει αυξημένη, σε σχέση με το κοινό δίκαιο (ΑΚ 330, 335 επ., 343 επ., 382 επ.) ευθύνη των προσώπων που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα. Προϋπόθεση υπαγωγής του προσώπου στην εξαιρετική αυτή ρύθμιση είναι η, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών και η εκ τούτων επαγωγή ζημίας στον αποδέκτη τους.
Ότι η δικηγορία είναι το κατ’ εξοχήν ελεύθερο επάγγελμα δεν αποτελεί απλώς κοινή πεποίθηση, αλλά αποδίδει και τη νομοθετική βούληση.
Ενόψει της τελευταίας παραδοχής και της σαφούς και αδιαστίκτου διατυπώσεως του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, που ως παρέχοντα υπηρεσίες θεωρεί κάθε πρόσωπο το οποίο στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας παρέχει ανεξάρτητες υπηρεσίες, ευλόγως ανεμένετο ότι από της ισχύος του νόμου τούτου θα εθεωρείτο σιωπηρώς καταργηθέν το άρθρο 73 του ΕισνΚΠολΔ. Εξάλλου και ιδίως διότι η διάταξη του άρθρου 73 ΕισνΚΠολΔ ευθέως αντιβαίνει προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος). Και όμως, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθ. 18/1999 απόφασή της, κατά πλειονοψηφία (μειοψήφησαν εννέα δικαστές, μεταξύ των οποίων οι τότε Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος του Ακυρωτικού Στέφανος Ματθίας και Γεώργιος Βελλής) απεφάνθη αντιθέτως.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε, πρώτον, ότι, ενόψει του από τον Κώδικα περί Δικηγόρων χαρακτηρισμού του δικηγόρου ως άμισθου δημοσίου λειτουργού, η άσκηση του λειτουργήματος του οποίου «ανάγεται στην οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης και στην εμπέδωση της έννομης τάξης με παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου», λειτούργημα που διέπεται από ειδικούς κανόνες εκπτώσεως, πειθαρχικής ευθύνης κλπ., δεν συμβιβάζεται με την από το ν. 2251/1994 διωκόμενη συλλογική προστασία και ιδίως με τις επαπειλούμενες, εις βάρος του παρέχοντος πλημμελείς υπηρεσίες, διοικητικές ποινές. Τούτων, συνεπώς, η πλειοψηφία απεφάνθη, ότι καθόσον αφορά την αστική ευθύνη των δικηγόρων εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 73 ΕισνΚΠολΔ.
Στη θέση αυτή η μειοψηφία του δικαστηρίου αντέταξε ότι η ιδιότητα του δικηγόρου ως δημόσιου λειτουργού αναφέρεται μόνο στην ενώπιον των δικαστηρίων και των εν γένει αρχών παράσταση κατά την άσκηση του έργου του και όχι στην εσωτερική με τους πελάτες του σχέση, στο πλαίσιο της οποίας είναι ελεύθερος επαγγελματίας, που παρέχει τις υπηρεσίες του με την έννοια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994. Όσον δε αφορά σε όσες από τις οργανωτικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού δεν συμβιβάζονται με τη διφυή υπόσταση του δικηγορικού λειτουργήματος, ιδίως με τις επαπειλούμενες διοικητικές ποινές, η μειοψηφία επιλέγει, ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις παραμένουν, ως προς τους δικηγόρους, ανενεργείς. Ο πειστικός αυτός αντίλογος έγινε, εξ όσων γνωρίζω, δεκτός από το σύνολο των ασχοληθέντων με το πρόβλημα θεωρητικών.
Το δικαστήριο έκρινε, ομοίως κατά πλειονοψηφία, ότι το άρθρο 73 ΕισνΚΠολΔ δεν αντιβαίνει προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών (άρθρο 4 παρ. 1 Σ). Και ναι μεν εδέχθη ότι η ρύθμιση της κατά δικηγόρου αγωγής κακοδικίας, τόσον κατά το ουσιαστικό της μέρος όσο και το δικονομικό της περιεχόμενο, είναι διαφορετική από τις αξιούμενες ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά του κοινού εντολοδόχου (ΑΚ 714), καθώς και της ομοίας αγωγής που απευθύνεται κατά του ενδοσυμβατικώς, εν γένει, κατά τα άρθρα 330, 335 επ., 343 επ., 382 επ. ΑΚ ή και κατά του εξωσυμβατικώς, βάσει του άρθρου 914 ΑΚ, ευθυνόμενου, απεφάνθη όμως ότι αυτή η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλ’ ότι δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των δικηγόρων ως άμισθων δημοσίων λειτουργών, προκειμένου να ενεργούν «ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι» (!!!) κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Φοβούμαι ότι αν επιχειρούσα να αντιλέξω στο τελευταίο επιχείρημα, ότι ο δικηγόρος ασκεί το λειτούργημά του «ανεπηρέαστος και απερίσπαστος», δηλ. εκτελεί την εντολή του «ευσυνειδήτως και επιμελώς», όπως το άρθρο 46 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων επιτάσσει, μόνον εφόσον αισθάνεται εαυτόν ασφαλή έναντι ενδεχομένων αξιώσεων αποζημιώσεως του εντολέως του από την πλημμελή υπεράσπιση των συμφερόντων του, η προσπάθεια του αντιλόγου θα στερείτο σοβαρότητας και ο γράφων θα υπεχρεούτο σε χρησιμοποίηση διατυπώσεων που θα ενείχαν έλλειψη του επιβαλλομένου σεβασμού έναντι του Ανωτάτου πολιτικού δικαστηρίου της χώρας. Γι’ αυτό και επιλέγει την εύγλωττη σιωπή.