Νομολογία - ποινικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2006 - ÔÅÕ×ÏÓ 36) Αριθμός απόφασης: 9/2005 Τμήμα: Ποινική Ολομέλεια ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Αχ. Νταφούλης
Έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως τυπικός όρος του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου. Μη αντίθετη του όρου στα άρθρα 20§1 Συντ. και 6§1 ΕΣΔΑ.
Άρθρα 486§3 ΚΠΔ, 20§1 Συντ. 6§1 ΕΣΔΑ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
   Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, «η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, δεν υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους άσκησης των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Περαιτέρω, με την απαγγελία της αθωωτικής απόφασης στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης (άρθρα 473 παρ. 1 και 486 παρ. 1 ΚΠΔ) ο Εισαγγελέας μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να κρίνει με ασφάλεια αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, όπως ζητεί με σχετική αίτησή του και ο πολιτικώς ενάγων, ή όχι, για άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης. Παρέπεται απ’ όλα αυτά, ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αυτό διότι με την αξιούμενη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής απόφασης και να ζητήσουν την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο Εισαγγελέα για να ασκήσει ο τελευταίος τέτοια έφεση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, ο κατηγορούμενος Ε.Π. με την 3010/16-11-1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας κηρύχτηκε αθώος για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Βέροιας άσκησε την 153/22-11-1999 έφεσή του.

   Στην έκθεση της έφεσης αναφέρεται, ότι ο Εισαγγελέας αυτός εφεσιβάλλει την πιο πάνω απόφαση με την οποία κηρύχτηκε αθώος ο κατηγορούμενος για παράβαση ανθρωποκτονίας από αμέλεια, «ενώ από τα αναγνωστέα έγγραφα, ιδιαίτερα την ιατροδικαστική εξέταση και την έκθεση αυτοψίας (επιφάνεια σύγκρουσης αυτοκινήτων), όσο και από την ακροαματική διαδικασία, ιδιαίτερα από την κατάθεση τόσον του πρώτου, όσον και της δεύτερης μάρτυρος αποδείχτηκε πλήρως η τέλεση της πράξης από τον κατηγορούμενο και για το λόγο αυτό έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος σύμφωνα με το κατηγορητήριο». Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση αυτή ως απαράδεκτη, γιατί δεν περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, καθόσον ειδικότερα ο Εισαγγελέας στη συνταγείσα έκθεση δεν εκθέτει «με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και επιπλέον τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης, μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του ανωτέρω κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την εξενεχθείσα από το ως άνω δικαστήριο κρίση του περί της αθωότητος του εν λόγω κατηγορουμένου». Σύμφωνα μ’ αυτά, σωστά το Εφετείο εφήρμοσε την ισχυρή και μη αντίθετη στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, για να καταλήξει σε ορθή κρίση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βέροιας, η οποία δεν ασκήθηκε όπως απαιτούν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2 και 498 εδ. α΄ ΚΠΔ.

   Συνακόλουθα, δεν έχει υποπέσει η προσβαλλόμενη απόφαση σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ λόγο αναίρεσης, οι δε αντίθετες αιτιάσεις της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμες και απορριπτέες.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved