ΣΚΕΠΤΙΚΟ
ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 105 παρ. 1, του Ποινικού Κώδικα, η οποία (παρ. 1) ορίζει ότι «όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης και εφ' όσον έχουν εκτίσει…..», 107 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η οποία (παρ. 1) ορίζει ότι «η απόλυση μπορεί να ανακληθεί αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση» και 108 του ίδιου ως άνω Ποινικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι «αν, μέσα στο διάστημα που προβλέπει το επόμενο άρθρο 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε αμετάκλητα οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από 6 μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της απόλυσης», συνάγεται ότι ο υφ' όρον απολυθείς, αν κατά το διάστημα της δοκιμασίας του τελέσει έγκλημα, για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή ανώτερη των έξι μηνών, η υφ' όρον απόλυση θεωρείται ότι αίρεται αυτοδικαίως και ο κατάδικος εκτίει αθροιστικώς το υπόλοιπο της ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απολύσεώς του. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 97 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι «για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής, σε περίπτωση συρροής στερητικών της ελευθερίας ποινών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ.3 Π.Κ. και όταν κάποιος προτού εκτιθεί ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή» και 551 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία (παρ. 1) «αν πρόκειται να εκτελέσουν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα, που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα……», συνάγεται ότι, εφ' όσον πρόκειται να εκτελεστούν περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί συρροής και, βάσει αυτών, καθορίζεται μία συνολική ποινή, η οποία θα εκτιθεί, με την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται λόγοι που επιβάλλονται από άλλες διατάξεις, οι οποίοι εμποδίζουν τη συγχώνευση των ποινών αυτών, καθορίζοντας την αθροιστική έκτισή τους με τις άλλες ποινές, οπότε συγχωνεύονται οι ποινές, για τις οποίες δεν υφίστανται διακωλυτικοί λόγοι, οπότε στη συνολική ποινή που θα προκύψει από τον υπολογισμό των ποινών που συγχωνεύονται, προστίθενται και οι μη συγχωνευμένες ποινές, που εκτίονται αθροιστικώς. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει επίσης ότι αν ο κατάδικος, που απολύθηκε υφ' όρον, τελέσει κατά τον χρόνο της δοκιμασίας του έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως ανώτερη των έξι μηνών, η υφ' όρον απόλυση θεωρείται ότι αίρεται αυτοδικαίως, οπότε το υπόλοιπο της ποινής εκτίεται αθροιστικώς με τη νέα ή τις νέες που του επιβλήθηκαν και οι οποίες (νέες ποινές) μπορούν να συγχωνευτούν μεταξύ τους, πριν ακόμη καταστούν αμετάκλητες (ΟλΑΠ 3/2005). Για να εκτιθεί το υπόλοιπο της ποινής που διακόπηκε με την υφ' όρον απόλυση, δεν είναι αναγκαίο να έχει καταστεί αμετάκλητη η νέα ποινή, που επιβλήθηκε στον κατάδικο, για την πράξη που αυτός τέλεσε κατά το διάστημα της δοκιμασίας του, αφού, όπως προ-αναφέρθηκε, η συγχώνευση των νέων ποινών μεταξύ τους, μπορεί να γίνει και πριν οι ποινές αυτές καταστούν αμετάκλητες. Εν προκειμένω, ο κατάδικος Ι.Μ. εξέτιε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, δυνάμει της 689/2004 συγχωνευ-τικής αποφάσεως του Πεντα-μελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και απολύθηκε υφ΄όρον, με το 373/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειο-δικών Λάρισας, με εναπομένοντα υπόλοιπο χρόνο ποινής τριών (3) ετών, δύο (2) μηνών και οκτώ (8) ημερών. Ο χρόνος δοκιμασίας άρχιζε από την απόλυσή του, στις 18 Ιουνίου 2004, που ήταν η επόμενη από τη δημοσίευση του παραπάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας. Με το 371/2006 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου Πλημ-μελειοδικών, ανακλήθηκε η υφ΄ όρον απόλυση του ως άνω καταδίκου, ο οποίος, κατά τον χρόνο της δοκιμασίας του και συγκεκριμένα από τον Οκτώβριο του έτους 2005 μέχρι και τις 11 Ιανουαρίου 2006, τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις των διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων) με την 226/2007 απόφασή του σε ποινή καθείρξεως 6 ετών. Στη συνέχεια, ο ανωτέρω κατάδικος υπέβαλε, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής, ζητώντας τη συγχώνευση των εξής ποινών: α) της ποινής των οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, που είχε καθορίσει η 689/2004 ως άνω συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και η οποία είχε διακοπεί με την υφ' όρον απόλυση του αιτούντος και της οποίας το υπόλοιπο εξέτιε μετά την ανάκληση, κατά τα ως άνω, της υφ΄όρον απολύσεώς του, β) της ποινής της καθείρξεως των έξι (6) ετών, που του είχε επιβάλει, για τις πράξεις που είχε διαπράξει κατά τον χρόνο της δοκιμασίας του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (Κακουργη-μάτων), με την 226/2007 απόφασή του, κατά της οποίας είχε ασκήσει έφεση και γ) της ποινής της φυλακίσεως των τριών (3) μηνών, που του είχε επιβάλει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την 9984/2003 απόφασή του, για πράξη που είχε τελεστεί στις 21 Ιουνίου 1999. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την 966/2007 απόφασή του, δέχθηκε την αίτηση και προσδιόρισε νέα συνολική ποινή ένδεκα (11) ετών και πέντε (5) μηνών, λαμβάνοντας ως βάση την ποινή της καθείρξεως των οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, που είχε καθοριστεί με την 689/2004 συγχωνευτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, της οποίας το υπόλοιπο εξέτιε ο αιτών, κατά τα ανωτέρω, την οποία επαύξησε κατά τρία (3) έτη από την ποινή της καθείρξεως των έξι (6) ετών, η οποία του επιβλήθηκε με την ως άνω 226/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και κατά ένα (1) μήνα από την ποινή της φυλακίσεως των τριών (3) μηνών που του επέβαλε το Τριμελές Πλημμελειο-δικείο Θεσσαλονίκης, με την 9984/2003 απόφασή του. Καθορίζοντας η αναιρεσιβαλ-λόμενη απόφαση, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, τη συνολική ποινή, έσφαλε, διότι έπρεπε, σύμφωνα με τα παραπάνω, το Δικαστήριο να μη λάβει ως βάση την ποινή της καθείρξεως των οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, η οποία είχε εκτιθεί κατά το μέρος που λήφθηκε υπόψη για την υφ' όρον απόλυση του καταδίκου και υπολειπόταν να εκτιθεί το μετά την ανάκληση εναπομένον και το οποίο, σύμφωνα με τα παραπάνω, έπρεπε να εκτιθεί αθροιστικώς με τη νέα επιβληθείσα ποινή της καθείρξεως των έξι (6) ετών, που του επιβλήθηκε με την 226/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, για την πράξη που τελέστηκε κατά το χρόνο της δοκιμασίας του ή με την προκύπτουσα συνολική ποινή από τη συγχώνευση στην ως άνω ποινής της καθείρξεως των έξι (6) ετών, της ποινής φυλακίσεως των τριών (3) μηνών, που του επιβλήθηκε με την 9984/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες μπορούσαν να συγχωνευτούν. Περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης έπρεπε, μετά τη διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη ποινή (κάθειρξη 6 ετών), που έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως βάση για τη συγχώνευση των ποινών της καθείρξεως των έξι (6) ετών και εκείνης της φυλακίσεως των τριών (3) μηνών είχε επιβληθεί από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (Κακουργη-μάτων) και ως εκ τούτου αρμόδιο πλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και όχι αυτό (δηλαδή το Πενταμελές), έπρεπε να κηρυχθεί αναρμόδιο καθ΄ ύλην. Κατ΄ ακολουθίαν των παραπάνω, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την αναιρεσι-βαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα προέβη στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 108 του Ποινικού Κώδικα και 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και υπερέβη την εξουσία του, καθ΄ όσον προέβη σε καθορισμό συνολικής ποινής, ενώ έπρεπε να κηρυχθεί αναρμόδιο καθ΄ ύλην, αφού ο καθορισμός της συνολικής ποινής και για τις δύο ποινές, που μπορούσαν να συγχωνευτούν ανήκε στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Πρέπει, επομένως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς επανάκριση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συσταθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ).