Νομολογία - ποινικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015 - ÔÅÕ×ÏÓ 86) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 923/2015 Τμήμα: Τμήμα B’ (Διακοπών) Πρόεδρος: πόστολος Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτης Εισηγητής: Γεώργιος Αναστασάκος
Εισαγγελέας: Ευσταθία Σπυροπούλου, Αντ/λέας
Έμμεση αυτουργία υπαλλήλου σε νόθευση δημόσιου εγγράφου. Διάκριση από ηθική αυτουργία. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρείται εν μέρει η καταδικαστική απόφαση σε βάρος αστυνομικού για έμμεση αυτουργία σε κατ’ εξακολούθηση νόθευση δημόσιου εγγράφου της υπηρεσίας του από συνάδελφό του λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης εξαιτίας αντιφατικής και ασαφούς αιτιολογίας, επειδή στο μεν σκεπτικό κηρύσσεται ένοχος έμμεσης αυτουργίας στο δε διατακτικό, όμως, διαλαμβάνονται τα στοιχεία της ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω πράξη. Αποδεικτική αξία μαρτυρίας ή απολογίας συγκατηγορουμένου. Δεν παραβιάζεται το άρθρο 211Α ΚΠΔ και δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το Δικαστήριο της ουσίας στηρίζει την καταδικαστική του απόφαση και σε άλλα αποδεικτικά μέσα εκτός της μαρτυρίας ή απολογίας του συγκατηγορουμένου.
Άρθρα 20, 46 παρ. 1α΄, 48, 98, 242 ΠΚ, 171 παρ. 1 περ. δ΄, 211Α, 510 παρ. 1 περ. Α΄ και περ. Ε΄ ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απόσπασμα

[…] ΙΙ. Κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1α του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση προς εκτέλεση της από αυτόν διαπραχθείσης αδίκου πράξεως και κατά το άρθρο 48 του ιδίου κώδικα το αξιόποινο των συμμετόχων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κατά τα άνω και ο ηθικός αυτουργός, είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που εκτέλεσε την πράξη.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται σαφώς ότι για να χαρακτηρισθεί κάποιος και να τιμωρηθεί ως ηθικός αυτουργός αρκεί ότι από πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση, για τέλεση αδίκου πράξεως, η οποία συνιστά την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος και είναι αδιάφορο αν υπάρχουν λόγοι, οι οποίοι εξαλείφουν το αξιόποινο του φυσικού αυτουργού ή αίρουν την ικανότητά του για καταλογισμό. Επομένως είναι δυνατή η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας και όταν ο φυσικός αυτουργός δεν υπέχει ποινική ευθύνη, γιατί ενήργησε χωρίς δόλο ή τελούσε σε πραγματική ή νομική πλάνη, η οποία κατά το άρθρο 30 και 31 παρ. 1 του ΠΚ αίρει την ικανότητα για καταλογισμό.

Τουναντίον έμμεσος αυτουργός είναι εκείνος, ο οποίος πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος με άλλο πρόσωπο, που δρα ως όργανό του, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη του παρεμβαλλόμενου προσώπου είτε δεν συνιστά ποινικώς αξιόλογη αδικοπραξία (παρακίνηση παράφρονος προς καταστροφή ιδίου πράγματος), είτε συντρέχουν λόγοι εξαιτίας των οποίων η πράξη δεν φέρει γι’ αυτόν άδικο χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΠΚ. Ενόψει τούτων, επί καταδίκης προσώπου για μη ιδιόχειρη ή έμμεση αυτουργία, έλλειψη νομίμου βάσεως της καταδικαστικής αποφάσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει ότι υπάρχουν λόγοι, εξαιτίας των οποίων η πράξη του παρεμβαλλομένου προσώπου δεν συνιστά ποινικώς αξιόλογη αδικοπραγία ή δεν φέρει γι’ αυτόν άδικο χαρακτήρα.

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α του ΚΠΔ, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ) προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης για την καταδίκη του κατηγορουμένου της μαρτυρικής κατάθεσης ή απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή της πληροφόρησής τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Συνεπώς, δεν παραβιάζεται η πιο πάνω διάταξη όταν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου του, αλλά, συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και στις καταθέσεις των μαρτύρων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας, στήριξε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, αναφορικά με την πράξη της κλοπής, όχι μόνο στη μαρτυρική κατάθεση του συγκατηγορουμένου του (που αθωώθηκε με την πρωτόδικη απόφαση), αλλά και στις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και στα αναγνωσθέντα έγγραφα.

Συνεπώς, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, που θεμελιώνεται στην παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1 Α΄ ΚΠΔ (απόλυτη ακυρότητα) είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί.

Περαιτέρω, όμως, από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και αντιφάσεις μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού αυτής ως προς τη μορφή συμμετοχής του αναιρεσείοντα στην πράξη της νόθευσης εγγράφου για την οποία κηρύχθηκε, επίσης, ένοχος ο αναιρεσείων.

Ειδικότερα, ενώ στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται, κατά τα προαναφερόμενα στην πρώτη παράγραφο, ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για την πράξη «της έμμεσης συνέργειας σε ψευδή βεβαίωση (νόθευση) κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση κατ’ εξακολούθηση», στη συνέχεια, στο διατακτικό, κηρύσσει ένοχο τον αναιρεσείοντα, διαλαμβάνοντας τα στοιχεία της ηθικής αυτουργίας στην πιο πάνω πράξη, δηλαδή, ότι: «Ο κατηγορούμενος Κ.Λ., στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, παρακίνησε με πρόθεση άλλο[ν] να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και δη της νόθευσης δημοσίου εγγράφου κατ’ εξακολούθηση. Ειδικότερα, με την ιδιότητά του ως Ανθυπαστυνόμος ΕΛ.ΑΣ., υπηρετών στο Τμήμα Ασφαλείας ..., την 8.12.2007, εκτελώντας καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας στο ανωτέρω Τμήμα Ασφαλείας, με προτροπές και παραινέσεις έπεισε τον δεύτερο κατηγορούμενο Ν.Λ., Ειδικό Φρουρό, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα σκοπού καταστήματος, να τελέσει την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης (νόθευσης) κατ’ εξακολούθηση».

Έτσι, η απόφαση αυτή, λόγω αντιφατικής και ασαφούς αιτιολογίας, μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, στερείται νόμιμης βάσης και συνεπώς, κατέστη αναιρετέα, κατά παραδοχή ως βασίμου, κατά το δεύτερο σκέλος, του δευτέρου λόγου αναίρεσης, που θεμελιώνεται στην παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει ν’ αναιρεθεί μερικά η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα, κατά το μέρος αυτής, που προσβάλλεται η διάταξή της ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντα για την πράξη της έμμεσης αυτουργίας στην πράξη της νόθευσης εγγράφου και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αντίστοιχο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (ΚΠΔ 519).


Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved