Νομολογία - πολιτικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2016 - ÔÅÕ×ÏÓ 88) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 5/2016 Τμήμα: Α2’ Πολιτικό Τμήμα Πρόεδρος: Προεδρεύουσα Αντιπρ.: Δ. Παπαντωνοπούλου Εισηγητής: Γ. Κοντός
Στη σύμβαση έργου η προσφορά ακόμη και μέρους του συμφωνηθέντος έργου, εφόσον κριθεί ως απλή έλλειψη και όχι ως διαφορετικό έργο σε σύγκριση με το όλο, υποχρεώνει τον εργοδότη σε αποδοχή του προσφερόμενου έργου και καταβολή της αμοιβής.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα ΑΚ 681, 694
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 681 του Α.Κ., "με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή". Για το ορισμένο της εκ του άρθρου τούτου αγωγής του εργολάβου προς καταβολή της αμοιβής του για το έργο που εκτέλεσε και παρέδωσε στον εναγόμενο εργοδότη, οφείλει αυτός να επικαλεστεί τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και την προσήκουσα εκτέλεση της βαρύνουσας αυτόν υποχρεώσεως να παραδώσει το έργο στον εργοδότη. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της συμβάσεως, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κυρίας υποχρεώσεως του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή στην περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρ. 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του. Αντίθετα, η παράδοση έργου με ελλείψεις, είτε πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της εργολαβικής αμοιβής ακόμη και αν πρόκειται για έργο άχρηστο, ούτε μπορεί ο εργοδότης να αποποιηθεί το προσφερόμενο σ’ αυτόν ελαττωματικό έργο, ώστε να αποφύγει έτσι την καταβολή της αμοιβής, αλλά έχει μόνον τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690 Α.Κ. δικαιώματα, εκτός βέβαια διαφορετικής συμφωνίας τους.


Συνεπώς και η προσφορά μέρους μόνον του συμφωνηθέντος έργου εφόσον κριθεί ως απλή έλλειψη και όχι ως διαφορετικό έργο σε σύγκριση με το όλο, υποχρεώνει τον εργοδότη σε αποδοχή του προσφερόμενου έργου και καταβολή της αμοιβής. Συνακόλουθα, η αγωγή με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για καταβολή της αμοιβής του είναι ορισμένη όταν αναφέρονται, πλην των άλλων στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη (ΑΠ 682/2010), ο οποίος αρνούμενος την αγωγή, μπορεί εξάλλου να ισχυρισθεί, κατ’ ένσταση, την ύπαρξη ιδιαίτερης συμφωνίας με τον εργολάβο, που διαφοροποιεί το χρόνο ή γενικότερα τις προϋποθέσεις καταβολής της αμοιβής. Δηλαδή η ύπαρξη τέτοιας τυχόν συμφωνίας, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, με την οποία ο εργολάβος ζητεί την καταβολή της αμοιβής του, αλλά θεμελιώνει ένσταση του εργοδότη καταλυτική της αγωγής αυτής.




ΑΠ 179/2016
Τμήμα Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Προεδρεύουσα Αντιπρ.: Α. Καρέλλου
Εισηγήτρια: Δ. Κοκοτίνη
Η ανυπαρξία λόγου καταγγελίας ή η αναλήθεια του συναφώς επικληθέντος λόγου καταγγελίας μιας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν καθιστά την καταγγελία καταχρηστική κατ’ ΑΚ 281. Ένσταση του ισχυρισμού περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας και αιτιολογημένη άρνηση της καταχρηστικότητας εκ μέρους του εργοδότη όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 281, 669 § 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920, 1 και 5 ν. 3198/1955.

Απόσπασμα

Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ.


Πολύ δε περισσότερο δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυόμενου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Στην περίπτωση που ο εργοδότης καταχρηστικώς κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ, στην καταβολή του μισθού. Στην περίπτωση αυτή, επί αγωγής του μισθωτού για την καταβολή μισθών υπερημερίας, η αγωγή δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεσθεί ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων μισθών, γιατί λύθηκε με καταγγελία η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ο δε ισχυρισμός του εργαζόμενου ότι η καταγγελία είναι άκυρη γιατί αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι αντένσταση, η οποία μπορεί καθ` υποφορά να προβληθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος, αλλά για άλλους που αιτιολογούν τη γενόμενη καταγγελία, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της καταγγελίας. Επομένως, η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη λόγων απολύσεως του εργαζόμενου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως, διότι, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή του (ΑΠ 460/2013, 1694/2012). Αν, όμως, ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα (κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, τα οποία αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής του, που στηρίζουν το αντίστοιχο αίτημα (για αναγνώριση της ακυρότητας), χωρίς να είναι δυνατή μεταγενέστερη συμπλήρωση ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας της καταγγελίας με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, διότι έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η βάση της αγωγής (ΑΠ 460/2013, 309/2011, 1323/2010, 548/2010, 624/2008).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved