Νομολογία - διοικητικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008 - ÔÅÕ×ÏÓ 50) Αριθμός απόφασης: 3370/2007 Τμήμα: ΣτΕ: Τμ. Γ΄ Πρόεδρος: Γ. Σταυρόπουλος Εισηγητής: Δ. Βανδώρος
Εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των διοικητικών οργάνων. Πότε τα μέλη των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης. Είναι παράνομη απόφαση συλλογικού οργάνου, μέλος του οποίου κατά την οικεία συνεδρίαση και πριν από την απαιτούμενη ακρόαση του διοικούμενου προέβη σε δήλωση, από την οποία είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχει ήδη σχηματισμένη και μη δυναμένη να ανατραπεί, δηλαδή προκατειλημμένη, γνώμη για την υπόθεση ή το πρόσωπο του διοικούμενου.
Άρθρα: 6, 7 ν. 2690/1999, 20 παρ. 2 Σ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επειδή, στο άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι: «1. Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. 2. Τα μονομελή όργανα, καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης, εφόσον: …γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους…». Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, στην οποία αποτυπώνεται γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα διοικητικά όργανα και, ειδικότερα, τα μέλη των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης όχι μόνον όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης είτε ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερόμενους, αλλά και όταν, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. γ΄ του ως άνω άρθρου, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια μεροληψίας, όπως όταν τα μέλη των συλλογικών οργάνων έχουν ήδη σχηματισμένη και μη δυναμένη να ανατραπεί, δηλαδή προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση ή το πρόσωπο που πρόκειται να κρίνουν (βλ. ΣτΕ 3720/2006, πρβλ. 2522/2001 επταμ., 741/2003).
Εξάλλου, από τον συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικούμενου, συνάγεται ότι είναι παράνομη απόφαση συλλογικού οργάνου, μέλος του οποίου κατά την οικεία συνεδρίαση και πριν από την απαιτούμενη ακρόαση του διοικούμενου προέβη σε δήλωση, από την οποία είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχει ήδη σχηματισμένη και μη δυναμένη να ανατραπεί, δηλαδή προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση ή το πρόσωπο του διοικούμενου.
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, κατά την επίμαχη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου το μέλος αυτού ***, όταν τέθηκε το ζήτημα εάν θα έπρεπε να ακουσθεί ο αιτών πριν από τη λήψη απόφασης, διατύπωσε την ακόλουθη άποψη: «Όχι, δεν δέχομαι. Εάν αποφασίσει το Δημοτικό Συμβούλιο ότι θέλει να ακούσει τον ***, εγώ θα αποχωρήσω από το Δημοτικό Συμβούλιο. Δεν δέχομαι εγώ να ακούω αυτού του είδους τους ανθρώπους να φέρονται κατ' αυτόν τον τρόπο για ανθρώπους, οι οποίοι είναι συνάδελφοι, είναι δίπλα μας, έχουν βοηθήσει τον κόσμο του Δήμου» (πρακτικά, σελ. 343). Ακολούθως, αφού εξέφρασε την άποψή της η ***, πήρε τον λόγο ο Δήμαρχος και στη συνέχεια η προεδρεύουσα κάλεσε τον αιτούντα, λέγοντας: «Ας έρθει ο ***. Για πέντε λεπτά παρακαλούμε. Όχι πολλή ώρα» (πρακτικά, σελ. 343). Εξάλλου, από τα οικεία πρακτικά δεν προκύπτει ότι ο *** αποχώρησε, παρά το γεγονός ότι ακούσθηκαν ο αιτών και δύο πληρεξούσιοι δικηγόροι του.
Επειδή, με την προσβαλλόμενη πράξη αποδόθηκε στον αιτούντα υπαίτια συμπεριφορά, επομένως τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (πρβλ. ΣτΕ 422/2006), που κατοχυρώνουν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου.
Εξάλλου, από τα όσα, κατά τα προεκτεθέντα, είπε το μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου ***, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι είχε ήδη σχηματισμένη και μη δυναμένη να ανατραπεί, δηλαδή προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση και το πρόσωπο του αιτούντος, πριν από την απαιτούμενη ακρόαση του ήδη αιτούντος. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη και για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να ακυρωθεί και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα κρίση που να είναι νόμιμη, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως. (Δέχεται την αίτηση)

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved