Νομολογία - ποινικά

(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2007 - ÔÅÕ×ÏÓ 41) Αριθμός απόφασης: 1650/2006 Τμήμα: Τμήμα Α΄ (Ποιν.) διακοπών ΑΠ
Παράσταση πολιτικής αγωγής. ποιος δικαιούται να παραστεί. Στο έγκλημα της κλοπής, παθών είναι τόσο ο κύριος του πράγματος όσο και ο κάτοχος. Η κατοχή είναι φυσική και όχι νομική κατάσταση. Κατοχή μπορεί να έχει και ο απομακρυνθείς από το πράγμα. Ποινικό μητρώο. πότε γίνεται χρήση του κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.
Άρθρα: 171 παρ. 2 ΚΠΔ, 510 παρ. 1, 63, 82-84, 87 ΚΠΔ, 914, 932 ΑΚ, 372 παρ. 1 ΠΚ, 577 παρ. 2 ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επειδή κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ, επέρχεται μόνον, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο αυτού οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ΚΠΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Όπως δε προκύπτει από τα άρθρα 63, 82 έως 84 και 87 του ΚΠΔ, νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία εκείνος, που δικαιούται να απαιτήσεις, ως παθών από το έγκλημα, αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. τέτοιος δε είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, εκείνος, που αμέσως ζημιώθηκε από την αξιόποινη πράξη ή υπέστη από αυτήν ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ, η οποία ορίζει ότι τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, προκύπτει, ότι από το έγκλημα της κλοπής παθών, δηλαδή φορέας του έννομου αγαθού, κατά του οποίου στρέφεται η πράξη αυτή, είναι τόσο ο κύριος, όσο και ο κάτοχος του παρανόμως αφαιρεθέντος πράγματος, ο οποίος, έτσι, είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, για την οποία νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία. Στην έννοια της κατοχής περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκε η κατοχή του πράγματος από εκείνον από τον οποίο αυτό αφαιρέθηκε, δεν ενδιαφέρει, αφού η κατοχή είναι φυσική και όχι νομική κατάσταση. Κατοχή έχει και ο απομακρυνθείς από το πράγμα (π.χ. ο ταξιδιώτης), εφόσον κατά τις αντιλήψεις της κοινωνικής ζωής εξακολουθεί να διατηρεί, παρά την απομάκρυνσή του, την επ' αυτού κυριαρχία του και υφίσταται και η αντίστοιχη βούληση εξουσιάσεως.
Δεχόμενο το Εφετείο, μετά την επανεξέταση της ουσίας της υποθέσεως, όπως από την απόφασή του προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της κλοπής σε βάρος της πολιτικώς εναγούσης, ως κατόχου του κλαπέντος αυτοκινήτου, το οποίο της είχε παραχωρήσει ατύπως ο κύριος αυτού πατέρας της και έκτοτε αυτή το εξουσιάζε και ότι η ίδια υπέστη από την εν λόγω πράξη ηθική βλάβη, νομίμως έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν την επανυποβληθείσα σ' εκείνο δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής και της επιδίκασε για χρηματική ικανοποίηση το άνω χρηματικό ποσό. Ο δε άνω τρόπος, με τον οποίο δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας, ότι αυτή απέκτησε την κατοχή του κλαπέντος αυτοκινήτου, και το γενόμενο επίσης δεκτό γεγονός, ότι κατά το χρόνο της κλοπής η πολιτικώς ενάγουσα απουσίαζε στο εξωτερικό και είχε σταθμευμένο το αυτοκίνητο στην οδό έξω από την οικία της δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή στην κτήση και τη διατήρηση κατά τον κρίσιμο χρόνο της κατοχής του αυτοκινήτου από εκείνη, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο έξω από την οικία του αδελφού της, όπως ο αναιρεσείων υποστηρίζει, αφού δεν δέχεται το δικαστήριο, ότι η πολιτικώς ενάγουσα είχε παραχωρήσει την κατοχή στον αδελφό της, και επομένως αυτό εξακολούθησε, παρά την απουσία της, να τελεί υπό τη δική της φυσική εξουσία. Κατά συνέπεια, παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής στην ενώπιον του Εφετείου διαδικασία του ακροατηρίου και εντεύθεν ακυρότητα της διαδικασίας αυτής δεν υφίσταται και ο αντίθετος από τα άρθρα 171 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΠΚ πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 577 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δελτίο ποινικού μητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικώς με ευθύνη του αρμόδιου γραμματέα σε κάθε δικογραφία για εγκλήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και άνω, μέσα σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο και αποσφραγίζεται μόνο μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου, γενομένης ειδικής μνείας στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, το δελτίο ποινικού μητρώου σφραγίζεται και πάλι με ευθύνη του γραμματέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, σε αδιαφανή φάκελο, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των του προηγουμένου εδαφίου. Όμως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος πριν από την έκδοση της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου ζητεί να αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του προηγουμένου έντιμου βίου, αφού η διακρίβωση της αλήθειας του ισχυρισμού αυτού δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα πλήρως, χωρίς την ανάγνωση του ποινικού μητρώου, στο οποίο αποτυπώνεται η ποινική παραβατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατά το πριν από την τέλεση της κρινομένης αξιόποινης πράξεως χρονικό διάστημα, αρκεί να μην αξιολογηθεί τούτο για την ενοχή του κατηγορουμένου.

ΣΗΜ.: Αμφιβόλου ορθότητας η σκέψη του Δικαστηρίου για την ανάγνωση του Ποινικού Μητρώου του κατηγορουμένου πριν από την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου. Έστω και αν ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου του πριν από την απαγγελία της ενοχής του, η κρίση περί αυτού αφορά την απόφαση για την επιβολή ποινής και όχι για την κατάφαση ή όχι της ενοχής. Όταν, τώρα, ανοιχθεί το Ποινικό Μητρώο, δεν μπορεί να είμαστε βέβαιοι ότι δεν αξιολογήθηκε από το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Ι.Μ.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved