Νομολογία - διοικητικά

(IΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008 - ÔÅÕ×ÏÓ 47) Αριθμός απόφασης: 2369/2007 Τμήμα: ΣτΕ Ολομέλεια Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος Εισηγητής: Δ. Σκαλτσούνη
α πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του Δημοσίου περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί σ' αυτά, εφ' όσον οι σχετικές αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από τις 11 Ιουνίου 1985, αφ' ότου δηλαδή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια άρχισαν να έχουν δικαιοδοσία επί των διαφορών αυτών. Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχει μόνον εφ' όσον οι αξιώσεις προς λήψη αποζημίωσης εκτείνονται μέχρι τις 11 Ιουνίου 1985, κατά το μέρος όμως που οι αξιώσεις εκτείνονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιλύσουν τις διαφορές που ανάγονται στην περίοδο αυτή (μειοψ.). Ο Άρειος Πάγος δίνει διαφορετική ερμηνεία στις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 περ. γ΄ και 2 και 10 του ν. 1406/1983, από την ερμηνεία που δίνει η Ολομέλεια του Δικαστηρίου στις διατάξεις αυτές. Υπάρχει, επομένως, αντίθεση μεταξύ των δύο ανωτάτων δικαστηρίων, ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου (Παραπέμπει το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αρθεί η αμφισβήτηση).
Άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ, 1, 2 παρ. 2, 9 παρ. 1 περ. γ΄ και παρ. 2, 10 ν. 1406/1983, 94 παρ. 1, 100 παρ. 1 περ. ε΄ Σ, 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ, 48 παρ. 2 ν. 345/1976
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
[…] 5. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (π.δ. 456/1984 - Α΄ 164) ορίζεται ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, σε εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σ' αυτήν. Μεταξύ των διαφορών αυτών περιλαμβάνονται, κατά την παρ. 2 περ. η΄ του αυτού άρθρου 1 του ν. 1406/1983, οι διαφορές που αναφύονται από την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ίδιου ν. 1406/1983, για τις διαφορές αυτές εγείρεται από το δικαιούμενο αγωγή. Κατά την παρ. 1 περ. γ΄ του άρθρου 9 του ν. 1406/1983 η εκδίκαση της κατηγορίας αυτής των διαφορών αρχίζει από τις 11 Ιουνίου 1985, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 9, για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται υπ' όψη ο χρόνος κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Στο άρθρο 10 του εν λόγω ν. 1406/1983 ορίζεται ότι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή παραλείψεις που συντελούνται ή αξιώσεις που γεννιούνται και είναι δικαστικώς επιδιώξιμες μέχρι τις χρονολογίες που αναφέρονται στην παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου εξακολουθούν να υπόκεινται στα ένδικα ή ενδικοφανή μέσα που προβλέπονται από τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της έκδοσης, συντέλεσης ή γέννησής τους διατάξεις και εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικά όργανα. Τέλος, κατά το άρθρο 1 περ. δ΄ του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν οι διοικητικές διαφορές οι μη υπαγόμενες στη δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων.
6. Επειδή, από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του Δημοσίου περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί σ' αυτά, εφ' όσον οι σχετικές αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από τις 11 Ιουνίου 1985, αφ' ότου δηλαδή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια άρχισαν να έχουν δικαιοδοσία επί των διαφορών αυτών. Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχει μόνον εφ' όσον οι αξιώσεις προς λήψη αποζημίωσης εκτείνονται μέχρι τις 11 Ιουνίου 1985, κατά το μέρος όμως που οι αξιώσεις εκτείνονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιλύσουν τις διαφορές που ανάγονται στην περίοδο αυτή (ΣτΕ 3523, 3526/2005, 1289/2006). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Θεοφιλοπούλου, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Κ. Ευστρατίου και Ι. Ζόμπολας, οι οποίοι διατύπωσαν την γνώμη ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία να αποφανθούν επί των αξιώσεων που γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από τις 11 Ιουνίου 1985 και κατά το μέρος που οι συνέπειες των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή...
8. Επειδή, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή της αναιρεσίβλητης, οι αξιώσεις της κατά του Δημοσίου προς αποζημίωση διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α) είτε οι αξιώσεις αυτές εκτείνονται μέχρι τις 11 Ιουνίου 1985 (όπως είναι η αξίωση που στηρίζεται στην εξόφληση τιμήματος εισαχθέντων μηχανημάτων και μηχανολογικού εξοπλισμού στις 16.9.1982), β) είτε εκτείνονται μετά τις 11 Ιουνίου 1985 (όπως είναι η αξίωση που στηρίζεται στους τόκους που η αναιρεσίβλητη θα υποχρεωνόταν να καταβάλει σε Τράπεζα για εξυπηρέτηση δανείου από την κατάθεση της αγωγής, δηλαδή από 5.12.1990 μέχρι την έκδοση απόφασης επ' αυτής), γ) είτε εκτείνονται εν μέρει πριν και εν μέρει μετά την ημερομηνία αυτή (όπως είναι η αξίωση που στηρίζεται στους τόκους που η αναιρεσίβλητη κατέβαλε σε Τράπεζα για εξυπηρέτηση δανείου από 11.5.1982 μέχρι 11.12.1989 ή η αξίωση για διαφυγόντα κέρδη από 1.12.1982 μέχρι 1.12.1989). Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην έκτη σκέψη, για την εκδίκαση της αγωγής, κατά το μέρος που αφορά στις πρώτες αξιώσεις, δικαιοδοσία είχαν τα πολιτικά δικαστήρια, ενώ, κατά το μέρος που αφορά στις δεύτερες, δικαιοδοσία είχαν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Τέλος, για την τρίτη κατηγορία, υπήρχε δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κατά το μέρος που οι αξιώσεις προς λήψη αποζημίωσης εκτείνονταν μέχρι τις 11 Ιουνίου 1985, κατά το μέρος όμως που οι ίδιες αξιώσεις εκτείνονταν μετά την ημερομηνία αυτή, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να επιλύσουν τις διαφορές που ανάγονταν στην περίοδο αυτή. Κατά συνέπεια, όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία αξιώσεων, καθώς και στην τρίτη, κατά το μέρος που οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης εκτείνονταν μέχρι τις 11 Ιουνίου 1985, θα έπρεπε η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, κατ' αποδοχή σχετικού λόγου αναιρέσεως, η δε προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, κατά το μέρος τούτο. Εφ' όσον δε η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση, κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο θα έπρεπε να την κρατήσει, να δικάσει την έφεση, κατά το μέρος τούτο και να την απορρίψει, όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία αξιώσεων, καθώς και στην τρίτη, κατά το μέρος που οι αξιώσεις εκτείνονταν μέχρι τις 11 Ιουνίου 1985. Εξ άλλου, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας που διατυπώθηκε στην έκτη σκέψη, η αίτηση αναιρέσεως θα έπρεπε να γίνει δεκτή και ως προς την τρίτη κατηγορία αξιώσεων, καθ' ολοκληρία.
9. Επειδή, με την 1700/1999 απόφαση του Αρείου Πάγου έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 περ. η΄, 9 παρ. 1 περ. γ΄ και 2 και 10 του ν. 1406/1983 συνάγεται ότι η διοικητική διαφορά ουσίας που ανακύπτει από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, γενεσιουργό υποχρέωσης προς αποζημίωση, κατά τους όρους του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αν η πράξη αυτή εκδόθηκε ή η παράλειψη συντελέσθηκε πριν από τις 11 Ιουνίου 1985, εξακολουθεί να υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τέλος, αν από την αδικοπραξία δημιουργήθηκε παρατεταμένη ζημιογόνος κατάσταση, χρόνος γέννησης της αξίωσης προς αποζημίωση είναι ο χρόνος τέλεσης της αδικοπραξίας, η οποία και όταν ακόμη δημιουργεί διαρκή ζημιογόνο κατάσταση, είναι έννομη σχέση στιγμιαία, που ολοκληρώνεται με την τέλεσή της, έκτοτε δε μπορεί να επιδικασθεί και το σύνολο της αποζημίωσης, είτε έχει επέλθει η ζημία, είτε είναι μέλλουσα, εφ' όσον μπορεί να προσδιορισθεί.
10. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, ο Άρειος Πάγος με τη μνησθείσα απόφασή του δίνει διαφορετική ερμηνεία στις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 περ. γ΄ και 2 και 10 του ν. 1406/1983, από την ερμηνεία που δίνει η Ολομέλεια του Δικαστηρίου στις διατάξεις αυτές, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην έκτη και την όγδοη σκέψεις. Υπάρχει, επομένως, αντίθεση μεταξύ των δύο ανωτάτων δικαστηρίων, ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου (πρβλ. ΑΕΔ 5/1995). Ως εκ τούτου, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α΄ 141), να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να παραπεμφθεί το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αρθεί η αμφισβήτηση.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved