Νομολογία - ποινικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ 2017-ΙΟΥΛΙΟΣ 2018 - ÔÅÕ×ÏÓ 96) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 912/2017 Τμήμα: Ε’ Πρόεδρος: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρος, Εισαγγελέας: Παναγιώτης Καραγιάννης, Αντεισαγγελέας Εισηγητής: Γεώργιος Αναστασάκος
Ο νέος δικονομικός νόμος διέπει, εκτός αν ορίζεται σε αυτόν διαφορετικά, το διαδικαστικό μέρος της ποινι-κής δίκης, που συντελείται μετά τη θέσπισή του. Το επιτρεπτό του ενδίκου μέσου και οι σχετικές πλημμέλειες της απόφασης ή του βουλεύματος, για τις οποίες παρέχεται η άσκηση του, κρίνονται με βάση τον νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης ή έκδοσης του βουλεύματος, ενώ το παραδεκτό του ενδί-κου μέσου, δηλαδή η συνδρομή των όρων νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησής του, κρίνεται με βάση τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης αυτού. Αναιρείται λόγω υπέρβασης εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ως απαράδεκτη την έφεση του κατηγορουμένου.
Άρθρα 2 ΑΚ, 476 παρ. 1, 596 παρ. 1, 601 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά το άρθρο 596 παρ. 1 ΚΠΔ, οι δίκες που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ, οι δε πράξεις που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι καταργούμενες διατάξεις διατηρούν το κύρος τους. Κατά το άρθρο 601 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ, τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν αρχίσει να ισχύει ο ΚΠΔ εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας που καταργείται.
Από τις μεταβατικές διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 ΑΚ, κατά το οποίο ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ, συνάγεται η γενική δικαιική αρχή, ότι οι δικονομικοί νόμοι, που αποσκοπούν στην ορθή απονομή του δικαίου, έχουν αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις (μόνο) ως προς το ατέλεστο μέρος τους, εκτός αν αυτοί ορίζουν διαφορετικά.
Έτσι, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σ’ αυτόν, ο νέος δικονομικός νόμος διέπει το διαδικαστικό μέρος της ποινικής δίκης, που συντελείται μετά τη θέσπισή του, και όχι και τις διαδικαστικές πράξεις που είχαν ήδη συντελεστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του (ΟλΑΠ 390/1992).
Από αυτά παρέπεται ότι το επιτρεπτό του ενδίκου μέσου και οι σχετικές πλημμέλειες της απόφασης ή του βουλεύματος, για τις οποίες παρέχεται η άσκησή του, κρίνονται με βάση τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης ή έκδοσης του βουλεύματος (ΟλΑΠ 1282/1992), το δε παραδεκτό του ενδίκου μέσου, δηλαδή η συνδρομή των όρων νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησής του, κρίνεται με βάση τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης αυτού.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 473 παρ. 3 του ίδιου κώδικα. Κατά το όρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση (ανέκκλητης) και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (ΑΠ 185/2015).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο όρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και για υπέρβαση εξουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε απαράδεκτη την από 1-9-2014 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης 2728/2009 του Τριμελούς Εφετείου, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 1 έτους και 5 μηνών και χρηματική ποινή 600 ευρώ για τις πλημμεληματικές πράξεις της απόπειρας επικίνδυνης σωματικής βλάβης και παράνομης οπλοφορίας.
Στο σκεπτικό της απόφασης αυτής, το δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα: «Κατά το άρθρο 489 παρ. 1 περ. στ’ του ΚΠοιν.Δικ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παρ. 13 του ν. 4055/2012, εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση “κατά της απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς ή μονομελούς εφετείου, με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον δύο (2) ετών για πλημμέλημα”».
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, “όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή … σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος: που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο…”.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων εκδίκασε τις πλημμεληματικές κατηγορίες σε βάρος του κατηγορουμένου, για τις πράξεις της απόπειρας επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της παράνομης οπλοφορίας και με την απόφαση 2728/19-5-2009 του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για κάθε πράξη και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας και συνολική ποινή φυλάκισης ενός έτους και πέντε (5) μηνών. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε, στις 1.9.2014 έφεση, η οποία είναι απαράδεκτη, αφού η επιβληθείσα σε αυτόν στερητική της ελευθερίας ποινή δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού…».
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος. Και τούτο γιατί η ποινή που του επιβλήθηκε με την πρωτόδικη απόφαση υπερέβαινε τη φυλάκιση του ενός έτους, που προέβλεπε το άρθρο 489 παρ. 1 περ. στ’ του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης (19-5-2009), δηλαδή, πριν την αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθρο 33 § 13 του Ν. 4055/2012, που αύξησε το όριο της εφέσιμης ποινής για τα πλημμελήματα, από 1 έτος σε 2 έτη.
Συνεπώς, η έφεση του αναιρεσείοντος εστρέφετο κατά εκκλητής απόφασης. Επομένως, το δικαστήριο ουσίας υπερέβη την εξουσία του, αφού έπρεπε να κρίνει εμπρόθεσμη και παραδεκτή την έφεση και να ερευνήσει την ουσία της κατηγορίας. Κατόπιν αυτών πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός απ’ αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519).
Αναιρεί την απόφαση 3057/2016 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός απ’ αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved