Νομολογία - διοικητικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007 - ÔÅÕ×ÏÓ 42) Αριθμός απόφασης: 127/2007 Τμήμα: ΣτΕ Ολομέλεια Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος Εισηγητής: Αικ. Σακελλαροπούλου
Οικιστικό περιβάλλον, ποιότητα ζωής των κατοίκων των πόλεων και πολεοδομικός σχεδιασμός. Αντίκειται στο Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 13 παρ. 24 του ν. 3212/2003, με την οποία αυξάνονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης σε τμήμα του Δήμου Βούλας, δεδομένου ότι και στο τμήμα αυτό ίσχυε ο κανόνας της αποκλειστικής χρήσης κατοικίας, και η οποία, επομένως, συνεπάγεται καταρχήν, κατά τούτο, δυσμενή μεταβολή για το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής, χωρίς ειδική μελέτη που να την τεκμηριώνει επαρκώς σε σχέση με την, πολεοδομικής φύσεως, ανάγκη που τη δικαιολογεί και να αξιολογεί τα πραγματικά δεδομένα, σε σχέση με τη λειτουργικότητα του συγκεκριμένου οικισμού.
Άρθρα 24 Σ, 22 ν. 1650/1986, 5, 22 παρ. 4 ν. 1577/1985, 13 παρ. 24 ν. 3212/2003. ΚΥΑ 44242/2361/17.4-25.5.1989, π.δ. της 23.2.1987
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
[…] Με τις διατάξεις του άρθρου 24 Σ έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας των οικισμών και η εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολομ. 1528/2003). Κατ' ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του διαγραφομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1528/2003, 3478/2000, 6070/1996 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ή την τροποποίηση χρήσεων γης, οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος επιβαλλόμενης, κατά τα ανωτέρω, ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας και καθορίζουν την πολεοδομική φυσιογνωμία κάθε οικισμού, από την οποία, ενόψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, εξαρτάται η λειτουργικότητά του, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, συναπτομένων προς το σεβασμό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια, υγιεινή και αισθητική, αλλά και τη λειτουργικότητα των πόλεων και οικισμών, την ικανότητά τους, δηλαδή, να επιτελούν την κύρια λειτουργία τους (οικισμός πρώτης κατοικίας, παραθεριστικός κ.λπ.), χωρίς να επιρρίπτουν σε άλλους οικισμούς τα βάρη που αυτή η λειτουργία συνεπάγεται. Τέλος, λόγοι αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων λαμβάνονται υπόψη μόνον επιβοηθητικώς.
Η παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία συμπληρώνει τη βασική ρύθμιση περί χωροταξικής και πολεοδομικής οργανώσεως της Χώρας και ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης», δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομοθέτη. Έχει δε την έννοια ότι, ειδικά κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων, τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν, προς επίτευξη του τασσομένου σκοπού της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλυτέρων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στη συγκεκριμένη ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης.
Με τις διατάξεις του από 23.2.1987 π.δ/γματος περί κατηγοριών και περιεχομένου χρήσεων γης, ερμηνευόμενες ενόψει και της προαναφερόμενης συνταγματικής επιταγής για ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, καθιερώνεται το σύστημα της τυποποίησης των κατηγοριών χρήσεων γης. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό δεν επιτρέπεται ανάμειξη χρήσεων γης, κατά τρόπο ώστε να νοθεύονται οι κατηγορίες που θεσπίζονται με το παραπάνω προεδρικό διάταγμα, αλλ' η Διοίκηση οφείλει να επιλέγει για κάθε περιοχή μία κατηγορία χρήσεων με το περιεχόμενο, το οποίο ορίζεται στις διατάξεις του διατάγματος αυτού, και με τη δυνατότητα να αποκλείει ορισμένες από τις επιτρεπόμενες χρήσεις, εφόσον δεν παραβλάπτεται η πολεοδομική λειτουργία της οικείας κατηγορίας.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 22 ν. 1650/1986, 5 ν. 1577/1985 (ΓΟΚ 1985) και της ΚΥΑ 44242/2361/17.4-25.5.1989 σε συνδυασμό με τις ισχύουσες, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διατάξεις περί αυθαιρέτων (π.δ. 267/1998, Α΄ 195), η διαπίστωση παράνομης μεταβολής χρήσεως κτιρίου ή τμήματός του, στην οποία, κατά πάσα περίπτωση, προβαίνει, ύστερα από αυτοψία, η αρμόδια κατά τόπο πολεοδομική αρχή, συνεπάγεται αφενός μεν την σφράγιση του, αφετέρου δε το χαρακτηρισμό του ως αυθαίρετου και την εντεύθεν επιβολή των κυρώσεων της παρ. 4 του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985. Περαιτέρω, κατά τις αυτές διατάξεις, αν γνωστοποιηθεί στην αρμόδια αρχή ότι έχει επέλθει παράνομη μεταβολή χρήσεως χώρων κτιρίου, η Διοίκηση οφείλει να επιληφθεί κατά την προβλεπομένη από τον νόμο διαδικασία και, αν διαπιστώσει παράνομη χρήση, να επιβάλει τις ανωτέρω κυρώσεις. Τούτου έπεται, ότι η Διοίκηση παραλείπει νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια, εάν αδρανήσει μετά την υποβολή σχετικής αιτήσεως, καθώς και αν, αφού χαρακτηρίσει κτίριο ή τμήμα του αυθαίρετο, δεν επιβάλει τη σφράγισή του για την παράνομη χρήση, αλλά περιορισθεί στις υπόλοιπες κυρώσεις, δηλαδή εκείνες της παρ. 4 του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985.
Από το συνδυασμό των διατάξεων που ρύθμιζαν το πολεοδομικό καθεστώς στην περιοχή του Δήμου Βούλας πριν την επίμαχη ρύθμιση του ν. 3212/2003, προκύπτει ότι, εξαιρουμένων των χώρων που έχουν ειδικά καθορισθεί ως χώροι καταστημάτων, ή άλλων χρήσεων, στη λοιπή έκταση του Δήμου Βούλας δεν ήταν επιτρεπτή η ανέγερση οικοδομών και η χρησιμοποίησή τους για κάθε άλλη χρήση, πλην της κατοικίας […].
13. Επειδή, με το προαναφερόμενο άρθρο 13 παρ. 24 του ν. 3212/2003 επιχειρείται να εισαχθεί ρύθμιση των χρήσεων γης επί των οικοπέδων που έχουν πρόσωπο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Όπως προκύπτει δε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης της διάταξης, η ρύθμιση αυτή, με την οποία μάλιστα αυξάνονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης σε τμήμα του Δήμου Βούλας, δεδομένου ότι και στο τμήμα αυτό ίσχυε ο κανόνας της αποκλειστικής χρήσης κατοικίας, σύμφωνα με όσα εκτίθενται σε προηγούμενες σκέψεις, και η οποία, επομένως, συνεπάγεται καταρχήν, κατά τούτο, δυσμενή μεταβολή για το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής, στηρίζεται μόνο στην αιτιολογική έκθεση, η οποία συνοδεύει τη σχετική τροπολογία και στην οποία γίνεται επίκληση της «αυτάρκειας» πλέον του οικισμού ως οικισμού πρώτης κατοικίας, χωρίς όμως να υπάρχει ειδική μελέτη που να τεκμηριώνει επαρκώς την επίδικη ρύθμιση, σε σχέση με την πολεοδομικής φύσεως ανάγκη που τη δικαιολογεί και να αξιολογεί τα πραγματικά δεδομένα, σε σχέση με τη λειτουργικότητα του συγκεκριμένου οικισμού. Εξάλλου, η νόθευση της χρήσεως γης αποκλειστικής κατοικίας, με την προσθήκη άλλων κατηγοριών χρήσεων γης, όπως αυτή της γενικής κατοικίας, δεν δικαιολογείται από μόνη τη γειτνίαση προς περιοχές βεβαρημένων χρήσεων ή προς μεγάλους οδικούς άξονες, διότι, στην περίπτωση αυτή συντρέχει, επίσης, ανάγκη να εξετασθούν οι επιπτώσεις της μετατροπής αυτής στην ποιότητα ζωής και στη λειτουργικότητα του οικισμού, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πρόβλεψη των νέων χρήσεων επιβαρύνει, κατά κανόνα, ακόμη περισσότερο την όχληση των κατοίκων του οικισμού που προκαλείται από την κυκλοφορία στους άξονες αυτούς, πέραν του ότι χρήσεις, όπως η επίδικη (εκθέσεις αυτοκινήτων), δεν απευθύνονται στις ανάγκες των κατοίκων μόνο του συγκεκριμένου οικισμού. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίδικη αποσπασματική πολεοδομική ρύθμιση βρίσκεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, διότι μεταβάλλει, επί το δυσμενέ-στερον, το καθεστώς χρήσεων, χωρίς να στηρίζεται στην, κατά τα ανωτέρω, αναγκαία ειδική μελέτη. Η πλημμέλεια αυτή της επίμαχης νομοθετικής ρυθμίσεως δεν αναπληρώνεται από τη μελέτη και τις γνωμοδοτήσεις του Οργανισμού Ρυθμιστικού Αθήνας που προηγήθηκαν του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) του 1993, διότι, εκτός του ότι το ΓΠΣ ακυρώθηκε, κατά τα ανωτέρω, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα και, πάντως, η επίμαχη ρύθμιση είναι ασύνδετη και δεν ταυτίζεται προς την τότε εισαχθείσα συνολική ρύθμιση για το Δήμο Βούλας.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved