Νομολογία - πολιτικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2007 - ÔÅÕ×ÏÓ 46) Αριθμός απόφασης: 27/2007 Τμήμα: Άρειος Πάγος σε Τακτική Ολομέλεια Πρόεδρος: Ρ. Κεδίκογλου Εισηγητής: Ε. Νικόπουλος
Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως. Πώς ασκούνται. Προθεσμία άσκησης. Πώς υπολογίζεται. Ποια νοείται ως ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως. Περίπτωση αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολό της. Επιτρεπτή η από τον εκκαλούντα άσκηση προσθέτων λόγων εφέσεως, το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής. Χρονική αφετηρία του υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως προσθέτων λόγων ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής.
Άρθρα: 520 παρ. 2, 111, 226 παρ. 1, 498 παρ. 1, 579 παρ. 1, 581 παρ. 1 και 2, 237 ΚΠολΔ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3043/2002, πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα τα οποία αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως. Για την άσκηση των προσθέτων λόγων της εφέσεως απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, της καταθέσεως δηλαδή του περιέχοντος τους λόγους δικογράφου και της κοινοποιήσεως αυτού στον εφεσίβλητο, οι οποίες αποτελούν την προδικασία της ασκήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ και εφόσον δεν ορίζεται άλλως, πρέπει αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη προθεσμία των οκτώ ημερών από την ημερομηνία συζητήσεως της εφέσεως. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 242 παρ. 1 και 281 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει περαιτέρω ότι ως ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως, για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων εφέσεως, νοείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκαση αυτής, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η κατά τα άρθρα 226 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του αυτού Κώδικα από τον γραμματέα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αρχικώς ορισθείσα προς συζήτηση ή μεταγενέστερη που προσδιορίσθηκε μετά από αναβολή ή ματαίωση. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις τελευταίες διατάξεις προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτής την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους. Συνεπώς, σε περίπτωση αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολό της, είναι επιτρεπτή η από τον εκκαλούντα άσκηση προσθέτων λόγων εφέσεως, το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά μείζονα δε λόγο, με χρονική αφετηρία την ημερομηνία της μετ' αναίρεση συζητήσεως της υποθέσεως στο δικαστήριο της παραπομπής, θεωρούνται εμπρόθεσμοι και παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, έστω και εάν οι όροι του παραδεκτού, από την άποψη της τηρήσεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως αυτών, δεν συνέτρεχαν κατά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία εκδόθηκε η μετά ταύτα αναιρεθείσα απόφαση. Η ανωτέρω θέση είναι απολύτως συμβατή με το γράμμα του νόμου, ο οποίος το μεν δεν συνδέει την προθεσμία επιδόσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων με τη δικάσιμο, αλλά με τη συζήτηση της υποθέσεως (άρθρο 520 παρ. 2), το δε ορίζει επάνοδο των διαδίκων στην προ της αναιρεθείσης αποφάσεως κατάσταση και ακύρωση της προ αυτής διαδικασίας, στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρα 579, 581).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η μόνη αλλαγή που επέφερε η αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ με το άρθρο 8 του Ν. 3043/2002 είναι ότι οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατατίθενται στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και κοινοποιούνται στον εφεσίβλητο τριάντα (και όχι οκτώ) ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved