(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019 - ÔÅÕ×ÏÓ 99)
Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 131/2019
Τμήμα: ΣΤ΄
Πρόεδρος: Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων του Στ΄ Τμήματος
Εισηγητής: Δ. Δ. Τομαράς, Πάρεδρος
Δεν μπορεί να αντιτάσσεται σε διάδικο μεταβολή της νομολογίας επί ζητημάτων παραδεκτού.
Άρθρα 20 § 1, 25 § 1 Συντ., 6 ΕΣΔΑ και 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, 90 § 3 Ν. 2362/1995.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
5. Επειδή, η παρούσα αίτηση, κατατεθείσα την 21.05.2018, διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3900/2010, το δε αντικείμε-νο της διαφοράς είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, το αναιρεσείον προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλομένη από-φαση τελεί σε αντίθεση προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το νομικό ζήτημα του χρονικού ση-μείου ενάρξεως της παραγραφής των αξιώσεων των παρανόμως αποστρατευθέντων, σε περίπτωση εκδόσεως διαδοχι-κών αποκαταστατικών προεδρικών διαταγμάτων. Ειδικώτερον, η ως άνω αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έρχεται σε αντί-θεση με την υπ’ αρ. 2267/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διά της οποίας εκρίθη ότι, σε περίπτωση πε-ρισσοτέρων αποκαταστατικών προεδρικών διαταγμάτων, εκδοθέντων σε χρονική αλληλουχία, η σχετική διετής παρα-γραφή των μισθολογικών αξιώσεων άρχεται από της εκδόσεως ενός εκάστου εξ αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλε-ται βασίμως και, κατά συνέπειαν, η παρούσα αίτηση ασκείται παραδεκτώς.
6. Επειδή, ως έχει κριθεί (ΣτΕ 1147/2014, 4387/2014, 2267/2017, 1081/2018, 1992/2018), η διετής παραγραφή των α-ξιώσεων των παρανόμως αποστρατευθέντων άρχεται από της επομένης της εκδόσεως του ευνοϊκού δι’ αυτούς αποκατα-στατικού προεδρικού διατάγματος. Επί πλειόνων δε αποκαταστατικών διαταγμάτων, εκδοθέντων διαδοχικώς κατά χρό-νον, η σχετική διετής παραγραφή άρχεται από της εκδόσεως ενός εκάστου. Επομένως, έσφαλε το δικάσαν Εφετείο, θε-ωρήσαν ότι οι επίδικες αξιώσεως είχαν καταστεί επιδιώξιμες από της επομένης της δημοσιεύσεως του τελευταίου αποκα-ταστατικού διατάγματος, δημοσιευθέντος την 13.04.2006 και, ως εκ τούτου, δεν είχαν παραγραφεί κατά τον χρόνον ασκή-σεως της αγωγής την 18.09.2008. Εξ άλλου, οι ισχυρισμοί του αναιρεσιβλήτου, προβαλλόμενοι διά του εμπροθέσμως κα-τατεθέντος την 07.01.2019 υπομνήματός του, κατά τους οποίους, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής του (18.09.2008) υπήρχε παγία νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνη με αυτήν της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, κα-τά συνέπειαν, η μεταστροφή της νομολογίας δεν μπορεί να του αντιταχθεί, είναι απορριπτέοι, διότι, ως έχει κριθεί (ΣτΕ 2437/2012), δεν μπορεί να αντιτάσσεται στον διάδικο μεταβολή της νομολογίας επί ζητημάτων παραδεκτού και να θεωρεί-ται απαράδεκτο ένα ένδικο βοήθημα, το οποίον εθεωρείτο, βάσει της έως τότε ισχυούσης νομολογίας, παραδεκτό. Αντιθέ-τως, πάσα νομολογιακή στροφή επί ουσιαστικών ζητημάτων δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συ-ντάγματος, το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής. Διά τον προαναφερόμενο λόγο, βασίμως προβαλλόμενο, η παρούσα αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπό-θεση, η οποία χρήζει διερευνήσεως κατά το πραγματικόν αυτής, να παραπεμφθεί στο δικάσαν Εφετείο, προκειμένου το τελευταίο να εκτιμήσει ποίες εκ των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσιβλήτου ή ποία τμήματα αυτών είχαν υποπέσει στην, κατ’ άρθρον 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, διετή παραγραφή, αφού ληφθούν υπ’ όψη εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα αποτελούσαν, κατά νόμον, λόγο διακοπής της παραγραφής της αντιστοίχου αξιώσεως.
(Δέχεται την υπό κρίση αίτηση).