Νομολογία - πολιτικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2004 - ÔÅÕ×ÏÓ 26) Αριθμός απόφασης: 21/2004 Τμήμα: Άρειος Πάγος σε Τακτική Ολομέλεια Πρόεδρος: Γ. Κάπος Εισηγητής: Αχιλ. Νταφούλης
-
Άρθρο 63 παρ. 4 και 5 του κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), 20 Συντ. και 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Από τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 4 και 5 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), όπως η περίπτωση 4 της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 του ν. 723/1977, προκύπτει, ότι η σχέση παροχής από δικηγόρο νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, που θεωρείται και είναι σχέση απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης, συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αόριστου χρόνου και λύνεται, εκτός άλλων, και με καταγγελία του εντολέα, που είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία. Όταν όμως για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία τούτου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αναιρεσίβλητης, η καταγγελία εκ μέρους του εντολέα δεν μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αλλά μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Αυτό άλλωστε ορίζεται και ρητά με το άρθρο 9 του κανονισμού λειτουργίας της διευθύνσεως δικαστικού και υπηρεσιακής καταστάσεως των δικηγόρων αυτής. Σπουδαίο λόγο αποτελούν εκείνα τα γεγονότα, ή και ένα ακόμη μεμονωμένο γεγονός ή ορισμένη συμπεριφορά, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της σύμβασης από ένα των συμβαλλομένων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος και γενικότερα υπαιτιότητας του αντισυμβαλλόμενου (σχετ. Ολ.ΑΠ 10/1995). Τέτοιος σπουδαίος λόγος συντρέχει και όταν λόγω κλονισμού της εμπιστοσύνης του εντολέα προς το πρόσωπο του εντολοδόχου, έχει επέλθει τόσο σοβαρή διαταραχή στη συνεργασία τους, ώστε, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η συνέχιση της μεταξύ τους συμβάσεως να παρίσταται για τον εντολέα, κατ’ αντικειμενική κρίση, αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης μπορεί να επέλθει και ως αποτέλεσμα αντιδικίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, όταν εξαιτίας των δικαστικών αγώνων και της εχθρότητας από την σφοδρή αντιδικία έχει καταστεί αδύνατη ή εξαιρετικά δύσκολη η ομαλή συνεργασία, μεταξύ τους.

Δύο όμως μέλη του Δικαστηρίου, οι Αρεοπαγίτες Χρήστος Μπαλντάς και Γεώργιος Σαραντινός που μειοψήφησαν, έχουν τη γνώμη ότι το Εφετείο με τη ρηθείσα κρίση του παραβίασε τις εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζεται τούτο με τις άνω αναιρετικές αιτιάσεις, οι οποίες έπρεπε να γίνουν δεκτές. Τούτο διότι το γεγονός της δημιουργίας κλίματος δυσπιστίας και αντιδικίας μεταξύ του εντολέως και του με πάγια αντιμισθία εντολοδόχου δικηγόρου, εξαιτίας της δικαστικής επιδιώξεως από τον τελευταίο νομίμων αξιώσεών του κατά του πρώτου, τις οποίες αυτός αρνήθηκε να ικανοποιήσει εθελουσίως, έστω και διότι υπελάμβανε ότι δεν υποχρεούτο εις τούτο, δεν συνιστά, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, σπουδαίο υπέρ του εντολέως λόγο για καταγγελία της συνδέουσας αυτόν μετά του εντολοδόχου δικηγόρου, πολύ δε περισσότερο όταν οι αξιώσεις αυτές επιδικάσθηκαν στον τελευταίο (εντολοδόχο) με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, προ της καταγγελίας εκδοθείσες. Ούτε και συνιστά περαιτέρω, κατά το ίδιο κριτήριο, σπουδαίο λόγο για καταγγελία της συμβάσεως αυτής το γεγονός της παραστάσεως του εντολοδόχου ως πληρεξουσίου δικηγόρου τρίτου, σε δίκη μεταξύ του τελευταίου και του εντολέως κατά το χρονικό διάστημα από της καταγγελίας από τον τελευταίο (εντολέα) της μεταξύ τους συμβάσεως έμμισθης εντολής και μέχρι της επαναπροσλήψεως, λόγω της κριθείσας άκυρης καταγγελίας με δικαστική απόφαση, του εντολοδόχου δικηγόρου, κατά το οποίο δεν υφίστατο πλέον, εκ του λόγου αυτού (καταγγελίας), η μεταξύ αυτών σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης.



Σημ. Η στενότητα του χώρου δεν μας επιτρέπει να παραθέσουμε αυτούσιες τις σκέψεις της πλειοφηφούσας γνώμης με τις οποίες αυτή κρίνει ότι το Εφετείο, με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες, δεν παρεβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 4 και 5 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), όπως αυτές ισχύουν σήμερα, ούτε και εκείνες των άρθρων 20 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. που κυρώθηκε με το ν.δ. 54/1974, με την παραδοχή ότι συνέτρεξε σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης του αναιρεσείοντος δικηγόρου (επρόκειτο για δεύτερη καταγγελία μετά από ακύρωση της πρώτης).

Η πλειοψηφούσα γνώμη ερευνά το θέμα της υπαιτιότητας και των δύο διαδίκων μερών στην πρόκληση και διατήρηση της μεταξύ τους δικαστικής διένεξης, εστιάζει όμως την προσοχή της κυρίως στον αντικειμενικό κλονισμό της σχέσης εμπιστοσύνης της εναγομένης (αναιρεσίβλητης) στο πρόσωπο του ενάγοντος (αναιρεσείοντος) ως δικηγόρου της, λόγω της σφοδρής και μακροχρόνιας μεταξύ τους αντιδικίας, που φαίνεται ότι θα συνεχισθεί και στο μέλλον, ανεξάρτητα από την έλλειψη υπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση αυτού του κλονισμού.

Η θέση αυτή της πλειοψηφούσας γνώμης είναι πράγματι ενδιαφέρουσα.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved