Νομολογία - διοικητικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010 - ÔÅÕ×ÏÓ 60) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 581/2010 Τμήμα: Τμήμα Α΄ Πρόεδρος: Γ. Ανεμογιάννης Εισηγητής: Σπ. Χρυσικοπούλου
Το ζήτημα της αντίθεσης της ευεργετικής υπέρ των χηρών διάταξης του άρθρου 41 του κωδικοποιητικού π.δ. 422/1981, η οποία προβλέπει ότι μόνο οι χήρες με ανήλικα τέκνα δικαιούνται το μέρισμα του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων υπό ευμενέστερες προϋποθέσεις (δεκαπενταετής συμμετοχή και εξαγορά του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος μέχρι τη συμπλήρωση εικοσαετούς συμμετοχής και όχι εικοσαετή συμμετοχή και, αν δεν την έχουν συμπληρώσει, δυνατότητα εξαγοράς υπολειπόμενου χρόνου όχι μεγαλύτερου των δύο ετών κατά το άρθρο 40 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 του ίδιου κωδ. π.δ.), προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, η οποία έχει προστεθεί με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής.
Νομικές διατάξεις: 4 παρ. 2, 116 παρ. 1 και 2 Συντ., 12 παρ. 5 ν. 2443/1996, μόνο, 39 παρ. 1, 40 παρ. 1 εδ. α΄ και 2, 41 π.δ. 422/1981
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
[…]
3. Επειδή, το Σύνταγμα, στο άρθρο 4 παρ. 2, προβλέπει ότι οι Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Εξάλλου, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παρ. 2 είχε πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, ορίζονταν τα εξής: «1. Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν έως την 31 Δεκεμβρίου 1982. 2. Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα ακόλουθα: σκοπός του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος είναι η εξομοίωση, από πλευράς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, των δύο φύλων, ώστε εφεξής να μην υφίστανται στη νομοθεσία διακρίσεις αναλόγως του φύλου. Κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 116 του Συντάγματος, διατάξεις που θέσπιζαν διακρίσεις, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ των δύο φύλων, ήταν ανεκτές έως τις 31 Δεκεμβρίου 1982 και εφόσον είχαν θεσπιστεί πριν από το Σύνταγμα του έτους 1975. Επιτρέπεται όμως, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, η θέσπιση με νόμο ρυθμίσεων ευμενών ή δυσμενών αναλόγως του φύλου ή η διατήρηση προϋφιστάμενων τέτοιων ρυθμίσεων, εφόσον υφίστανται σοβαροί λόγοι (βλ. ΣτΕ Ολ. 507/2007, 828/1989).
4. Επειδή, με το άρθρο μόνο του π.δ. 422/1981 (Α΄ 114) κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο νόμου οι σχετικές με το αναιρεσείον Ταμείο διατάξεις. Στην παρ. 1 του άρθρου 39 του πιο πάνω κωδικοποιητικού π.δ. (κωδικοποιημένη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του Καταστατικού), με τίτλο του άρθρου αυτού «Δικαίωμα εις μέρισμα», ορίζεται ότι «Δικαίωμα εις μέρισμα έχουν μόνον οι απομακρυνόμενοι οπωσδήποτε της υπηρεσίας μέτοχοι, κατά τους όρους του παρόντος». Περαιτέρω, στις παραγράφους 1 εδ. α΄ και 2 του άρθρου 40 του κωδικοποιητικού αυτού π.δ. (αντίστοιχες κωδικοποιημένες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 εδ. α΄ του β.δ. της 16/22.4.1953, Α΄ 99 και 2 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 512/1976, Α΄ 351), με τίτλο του άρθρου αυτού «Προϋποθέσεις κτήσεως δικαιώματος εις μέρισμα», ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Το προς απονομήν μερίσματος δικαίωμα των μετόχων του Μ.Τ.Π.Υ. αποκτάται εάν ο μέτοχος: α) Απομακρυνθή της υπηρεσίας και έχει εικοσαετή συμμετοχήν. β) Απολυθή της υπηρεσίας λόγω ορίου ηλικίας ή καταργήσεως θέσεως και έχει δεκαπενταετή συμμετοχήν. γ)... 2. Οι τυγχάνοντες μέτοχοι του Μ.Τ.Π.Υ. και δικαιούμενοι συντάξεως εκ του Δημοσίου μη συμπληρούντες δε το, κατά τας κειμένας διατάξεις, απαιτούμενον κατά περίπτωσιν κατώτατον όριον συμμετοχής προς απόκτησιν δικαιώματος μερίσματος εκ του Ταμείου, δύνανται να εξαγοράσουν, τη αιτήσει των, χρόνον ίσον προς τον υπολειπόμενον προς απόκτησιν του δικαίωματος τούτου και πάντως ουχί μείζονα των δύο ετών». Ακολούθως, στο άρθρο 41 του ίδιου κωδικοποιητικού π.δ. (κωδικοποιημένες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν.δ. 3977/1959, Α΄ 191), με τίτλο του άρθρου αυτού «Δικαίωμα εις μέρισμα εγγάμων θηλέων μετόχων», ορίζονται τα εξής: «Αι κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 1 του π.δ. 1041/1979 “περί Κώδικος Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων” δικαιούμεναι συντάξεως εκ του Δημοσίου Ταμείου έγγαμοι θήλεις δημόσιοι υπάλληλοι ή εν χηρεία μετ' ανηλίκων τέκνων ή εν διαζεύξει μετ’ ανηλίκων τέκνων, δικαιούνται μερίσματος εκ του Μ.Τ.Π.Υ. από της επομένης της διακοπής της μισθοδοσίας των, εφ΄ όσον κατά την ημέραν εξόδου των εκ της υπηρεσίας εκέκτηντο 15ετή τουλάχιστον εν αυτώ συμμετοχήν και εφ' όσον καταβάλλουν τας, κατά τα δι' αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Μ.Τ.Π.Υ. καθορισθησομένας υπέρ αυτού, αντιστοίχους κρατήσεις διά την εξαγοράν του υπολοίπου χρονικού διαστήματος μέχρι συμπληρώσεως 20ετούς συμμετοχής».
5. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη σκέψη 3, η διάταξη του άρθρου 41 του κωδ. π.δ. 422/1981, κατά το μέρος που ορίζει ότι μόνον οι χήρες με ανήλικα τέκνα δικαιούνται το μέρισμα του Μ.Τ.Π.Υ. με τις ευμενέστερες γι' αυτές προϋποθέσεις (δεκαπενταετής συμμετοχή και εξαγορά του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος μέχρι τη συμπλήρωση εικοσαετούς συμμετοχής και όχι εικοσαετή συμμετοχή και, αν δεν την έχουν συμπληρώσει, δυνατότητα εξαγοράς υπολειπόμενου χρόνου όχι μεγαλύτερου των δύο ετών κατά το άρθρο 40 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 του ίδιου κωδ. π.δ.), ήταν ανεκτή έως τις 31.12.1982, γιατί θέσπιζε διάκριση μεταξύ χήρων και χηρών και, συνεπώς, αντέκειτο, κατά το μέρος αυτό, στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος· τούτο δε, γιατί στερούσε από το χήρο με ανήλικα τέκνα το δικαίωμα να αποκτήσει μέρισμα με τις ευμενέστερες προϋποθέσεις, αυτές δηλαδή της δεκαπενταετούς συμμετοχής και της δυνατότητας εξαγοράς του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος μέχρι τη συμπλήρωση εικοσαετούς συμμετοχής. Εξάλλου, δεν υφίσταντο σοβαροί λόγοι για να διατηρηθεί η πιο πάνω ρύθμιση και μετά την παραπάνω χρονολογία. Επομένως και προς αποκατάσταση της επιβαλλόμενης εν προκειμένω ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, δικαιούχοι μερίσματος, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 41 του κωδ. π.δ. 422/1981, ήταν, ήδη από 1.1.1983, όσοι βρίσκονται σε χηρεία, ανεξάρτητα από το φύλο τους (πρβ. ΣτΕ Ολ. 3088/2007, 1467/2004).
6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε τα εξής: ο ήδη αναιρεσίβλητος διετέλεσε δημόσιος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών από 28.2 έως 18.5.1959. Στις 22.5.1970 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΑΣΟΕ) έως τις 24.7.1975, έχοντας υποχρεωτική ασφάλιση στο ήδη αναιρεσείον Ταμείο 5 έτη, 6 μήνες και 22 ημέρες. Με την 977/2000 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος έχοντας συνολικό συντάξιμο χρόνο σε υπηρεσίες του Δημοσίου 17 έτη 7 μήνες και 2 ημέρες θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης από ίδιο δικαίωμα με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ως χήρος πατέρας με άγαμα τέκνα, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 15 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, διότι η ρύθμιση που εισάγει ευνοϊκότερη μεταχείριση των γυναικών έναντι των αντρών (δεκαπενταετία έναντι εικοσιπενταετίας) δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή. Στη συνέχεια, με την από 11.10.2000 αίτησή του προς το αναιρεσείον Ταμείο ο αναιρεσίβλητος ζήτησε να του χορηγηθεί μέρισμα με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 41 του π.δ. 422/1981, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού πρέπει να εφαρμοστούν αναλόγως και στους χήρους με ανήλικα τέκνα, με εξαγορά όσου χρόνου απαιτείται για τη θεμελίωση του δικαιώματός του. Το Διοικητικό Συμβούλιο του αναιρεσείοντος Ταμείου με την 19/22.5.2001 απόφασή του απέρριψε το πιο πάνω αίτημα. Το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε την προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο λοιπών προϋποθέσεων του νόμου. Το διοικητικό εφετείο αφού δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 41 του π.δ. 422/1981, κατά το μέρος που ευνοεί μόνο τις χήρες υπαλλήλους με ανήλικα τέκνα, είναι αντισυνταγματική, διότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, έκρινε, με βάση τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, ότι για την αποκατάσταση της επιβαλλόμενης ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω διάταξη και για το χήρο με ανήλικα τέκνα ασφαλισμένο στο αναιρεσείον, όπως νομίμως είχε κρίνει και το πρωτόδικο δικαστήριο. Απέρριψε δε ως αβάσιμους τους λόγους έφεσης ότι το αναιρεσείον Ταμείο εξαιρείται από την αναλογική εφαρμογή της ρύθμισης του ν. 2084/1992 και δεν το δέσμευε η συνταξιοδοτική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τη σκέψη ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε προβεί σε δική της κρίση. Τελικώς, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ενόψει του ότι το αναιρεσείον είχε αρνηθεί να ερευνήσει τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου ως προς την εξαγορά του υπολειπόμενου χρόνου, ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αναπέμψει την υπόθεση στο αναιρεσείον προς περαιτέρω εξέταση του αιτήματος του αναιρεσιβλήτου.
7. Επειδή, η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη, ανεξάρτητα από τις ειδικότερες σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, τούτο δε, διότι, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 3 και 5, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 41 του κωδ. π.δ. 422/1981, κατά το μέρος που όριζε ότι δικαιούνται το μέρισμα με τις αναφερόμενες σ' αυτήν ευμενέστερες προϋποθέσεις μόνο οι χήρες με ανήλικα τέκνα, έπαυσε να ισχύει από 1.1.1983. Συνεπώς, έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, το αναιρεσείον Ταμείο αβασίμως υποστηρίζει ότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 41 του κωδ. π.δ. 422/1981 είναι η προστασία της μητρότητας και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ισότητας των δύο φύλων· τούτο δε, διότι το επίμαχο μέρισμα χορηγείται μετά δεκαπενταετή συμμετοχή και εξαγορά του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος μέχρι τη συμπλήρωση εικοσαετούς συμμετοχής όχι μόνο στις γυναίκες δημόσιους υπαλλήλους που είναι χήρες ή διαζευγμένες και μητέρες ανήλικων τέκνων αλλά και στις έγγαμες γυναίκες δημόσιους υπαλλήλους αδιαφόρως αν είναι μητέρες ανήλικων τέκνων. Εξάλλου, η προϋπόθεση της δεκαπενταετούς συμμετοχής αντί της απαιτούμενης εικοσαετούς για την παροχή του μερίσματος αυτού στις γυναίκες δημοσίους υπαλλήλους που είναι έγγαμες ή χήρες με ανήλικα τέκνα ή διαζευγμένες με ανήλικα τέκνα θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.δ. 3977/1959 (που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 41 του π.δ. 422/1981), ενόψει της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.δ. 3768/1957, Α΄ 202 (που κωδικοποιήθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 1041/1979 «περί Κώδικος Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» Α΄ 292), σχετικά με τη συνταξιοδότηση των κατηγοριών αυτών γυναικών δημοσίων υπαλλήλων με δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, επειδή κρίθηκε ορθό και δίκαιο «να τύχουν της αυτής μεταχειρίσεως και ως προς το μέρισμα του Μ.Τ.Π.Υ.» (βλ. εισηγητική έκθεση του ν.δ. 3977/1959). Εξάλλου, τη θέσπιση της ευεργετικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.δ. 3768/1957 (κατά την οποία «η δευτέρα παράγραφος της περιπτώσεως α΄ του εδαφίου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 1854 του 1951 αντικαθίσταται αφ' ης ίσχυσεν ως κάτωθι: “Επί θήλεος υπαλλήλου εν χηρεία μετ' ανηλίκων τέκνων ή εν διαζεύξει μετ' ανηλίκων τέκνων ή εγγάμου αρκεί δεκαπενταετής μόνον πλήρης πραγματική συντάξιμος υπηρεσία”») υπαγόρευσαν οι υφιστάμενες τότε αντιλήψεις και δικαιολογητικοί λόγοι (βλ. εισηγητική έκθεση του ν.δ. 3768/1957). Τέλος, ενόψει όσων έχουν εκτεθεί στη σκέψη 5, το αναιρεσείον Ταμείο αβασίμως προβάλλει ότι, και αν ακόμη στη διάταξη του άρθρου 41 του π.δ. 422/1981 ενυπάρχει ανισότητα, με την πιο πάνω κρίση του το διοικητικό εφετείο επενέβη ανεπιτρέπτως στο έργο της νομοθετικής λειτουργίας της πολιτείας εφαρμόζοντας τη διάταξη αυτή και σε μια κατηγορία προσώπων μη προβλεπόμενη στο νόμο.
(Παραπέμπει στην Ολομέλεια).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved