Νομολογία - διοικητικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010 - ÔÅÕ×ÏÓ 64) Αριθμός απόφασης: 1211/2010 Τμήμα: ΣτΕ Ολομέλεια Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος ΣτΕ Εισηγητής: Ε. Νίκα, Σύμβουλος
Oι λιμένες ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, ενώ επιτρέπεται να παραχωρούνται επ' αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Οι σχετικές με την παραχώρηση κοινόχρηστου πράγματος πράξεις της Διοίκησης αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον οι αιτούντες δεν λαμβάνουν μέρος στη διαγωνιστική διαδικασία. Αντίθετη μειοψηφία.
Άρθρα: 14 παρ. 2 εδ. α΄ π.δ. 18/1989, 1 και 3 ν. 2688/1999, 35 ν. 2932/2001, 1 ν. 3654/2008, 967 και 970 ΑΚ, 13, 14, 22 και 24 ν. 2971/2001
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Tα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) και το άρθρο 22 του ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 285), περιλαμβάνονται οι λιμένες, ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η διαχείρισή τους δε αντιδιαστέλλεται προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημοσίας εξουσίας. Στα πλαίσια της διαχειρίσεως των εν λόγω πραγμάτων από τη Διοίκηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον βασικό, δημοσίου δικαίου κανόνα του άρθρου 970 του ΑΚ (βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 13, 14 και 24 του ν. 2971/2001 για την παραχώρηση λιμένων εν γένει) να παραχωρούνται επ' αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον με την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν χαρακτήρα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Εξάλλου, η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Και δεν αποκλείεται μεν η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού, μόνον, όμως, δευτερευόντως και εφόσον δεν αναιρείται ο κατά τα ανωτέρω προέχων σκοπός. Εν όψει των ανωτέρω, πράξεις της Διοικήσεως, με τις οποίες παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα επί κοινοχρήστων πραγμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες παραχωρείται η συνολική διαχείριση και εκμετάλλευση αυτών, καθώς και εκείνες, με τις οποίες καθορίζεται χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, διότι εκδίδονται κατ' ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και αποβλέπουν σε δημόσιο σκοπό. Συνεπώς, οι διαφορές που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές, εφόσον δεν έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω πράξεις εντάσσονται σε διαδικασία καταρτίσεως συμβάσεως, καθώς και ανεξαρτήτως της φύσεως της συμβάσεως αυτής, εφόσον, πάντως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, προσβάλλονται από τρίτους (πρβλ. ΣτΕ 891-5, 1176/2008 Ολ., επίσης ΣτΕ 1102/1957 Ολ.). Εν προκειμένω, στον Λιμένα Πειραιώς, φορέας διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως είναι ήδη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» και τον διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ». Η ανώνυμη αυτή εταιρία προήλθε εκ μετατροπής από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», μετατροπή που συντελέσθηκε με τον ν. 2688/1999, και με σύμβαση συναφθείσα στις 13.2.2002, κατόπιν σχετικής προβλέψεως στο άρθρο τριακοστό πέμπτο του ν. 2932/2001, της παραχωρήθηκε το δικαίωμα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της λιμενικής ζώνης, συμπεριλαμβανομένων και των επεκτάσεων χώρων και έργων αυτής. Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο του προαναφερθέντος ν. 2688/1999, η ΟΛΠ ΑΕ λειτουργεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, όμως, είναι εταιρία κοινής ωφελείας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Εξάλλου, κατά νόμο (άρθρο τρίτο του ν. 2688/1999), ελέγχεται από το Ελληνικό Δημόσιο, δεδομένου ότι σε αυτό ανήκει η πλειοψηφία των μετοχών της, το Δημόσιο δεν διορίζει, διά των αρμοδίων οργάνων του, τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και τον Διευθύνοντα Σύμβουλό της. Και ναι μεν οι μετοχές της εταιρίας εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, σε καμία όμως περίπτωση, το Δημόσιο δεν επιτρέπεται, βάσει του ισχύοντος, κατά τη δημοσίευση της διακηρύξεως, νομοθετικού καθεστώτος, να απωλέσει την απόλυτη πλειοψηφία των μετοχών της (51%). Υπό τα δεδομένα αυτά, ιδίως δε του ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο έλεγχος της εταιρίας ΟΛΠ ΑΕ ανήκει, κατά νόμο, στο Δημόσιο, η εταιρία αυτή, κατά την παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της λιμενικής ζώνης Πειραιώς και των οποίων η διαχείριση και η εκμετάλλευση έχουν ήδη περιέλθει σε αυτή, δεν διαχειρίζεται την ιδιωτική της περιουσία, αλλ' ενεργεί ως δημόσιο όργανο, που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλασσίων συγκοινωνιών και μεταφορών και στην εν γένει εξυπηρέτηση του εμπορίου, δεν είναι δε κρίσιμο το γεγονός ότι η εν λόγω δράση αποτελεί μέρος της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και αποβλέπει και σε επίτευξη κέρδους. Συνεπώς, οι σχετικώς με την παραχώρηση κοινοχρήστου πράγματος εκδιδόμενες πράξεις της εν λόγω εταιρίας συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανεξαρτήτως του κατά πόσον εντάσσονται σε διαδικασία καταρτίσεως συμβάσεως, εφόσον πάντως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αιτούντες δεν λαμβάνουν μέρος στη διαγωνιστική διαδικασία. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ελ. Δανδουλάκη και Γ. Ποταμιάς, στη γνώμη των οποίων προσεχώρησε και ο Πάρεδρος Α. Σταθάκης, οι οποίοι υπεστήριξαν ότι η επίδικη διαφορά είναι, εν πάση περιπτώσει, διαφορά ιδιωτική, υπαγομένη στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, εφόσον με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πλήττονται πράξεις που εντάσσονται σε διαδικασία που προηγείται της συνάψεως συμβάσεως που δεν είναι διοικητική. Τούτο δε διότι μια σύμβαση θεωρείται διοικητική, εάν πληρούνται σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: i) ένα από τα συμβαλλόμενα μέλη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ii) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, ο οποίος έχει αναχθεί από το νομοθέτη σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και iii) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπερέχουσα, έναντι του αντισυμβαλλομένου, θέση (ΑΕΔ 10/1987, 10/1992, 21/1997, 3/1999 και 10/2003, ΣτΕ 1031/1995 Ολ., 4467/1995, 3486/1996, 2403/1997 Ολ., 3106/2002, 3774/2003 κ.ά.). Συνεπώς, εάν δεν συντρέχει μια από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τότε η σύμβαση είναι ιδιωτική και οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή των πράξεων, οι οποίες προηγούνται της καταρτίσεως της συμβάσεως, είναι ιδιωτικές υπαγόμενες, κατά το Σύνταγμα, στα πολιτικά δικαστήρια, διότι οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν αποσπαστές από την ιδιωτική σύμβαση διοικητικές πράξεις. Κατά την ίδια, εξάλλου, νομολογία του ΑΕΔ, για τον χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής και, επομένως, για τον καθορισμό των αρμόδιων για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών δικαστηρίων, δεν ασκεί καμία επιρροή το γεγονός ότι το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που συνάπτει τη σύμβαση ανήκει στο Δημόσιο ή είναι δημόσια επιχείρηση (βλ. μειοψηφία στις ΣτΕ 891-5/2008 Ολ.).

(Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης. Δέχεται την παρέμβαση

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved