(ΜΑΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2007 - ÔÅÕ×ÏÓ 43)
Αριθμός απόφασης: 2806/2006
Τμήμα: ΣτΕ Τμ. Α’
Πρόεδρος: Γ. Ανεμογιάννης
Εισηγητής: Ε. Αντωνόπουλος
Οι διατάξεις του άρθρου 62 παρ. 5 του ν. 2676/1999 δεν εφαρμόζονται όταν, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του νόμου αυτού, τα όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών είχαν ήδη εκδώσει τις οικείες πράξεις για τη συνταξιοδότηση του επιζώντος συζύγου. Επί αιτήσεων που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2676/1999 για τη συνταξιοδότηση του επιζώντος συζύγου, έχουν εφαρμογή αποκλειστικώς οι διατάξεις του άρθρου 62 του νόμου αυτού (Μειοψηφία - Παραπομπή στην Επταμελή Σύνθεση του ζητήματος αντιθέσεως της ανωτέρω διάταξης προς τις διατάξεις των άρθρων 119 ΣυνθΕΚ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ).
Άρθρα: 4 παρ. 2 Σ, 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, 119 ΣυνθΕΟΚ, 3 παρ. 1 Οδηγ. 79/7/ΕΟΚ, 62 παρ. 5 ν. 2676/1999, 5, 8 παρ. 2 και 4, 10 παρ. 1 ν.δ. 95/1973, 5 παρ. 3 π.δ. 1041/1979
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά την έννοια της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 62 του ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που ο θάνατος έχει ήδη επέλθει κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του νεότερου νόμου, μόνον, όμως, εφόσον η περί συνταξιοδοτήσεως αίτηση του επιζώντος συζύγου, ο οποίος δεν εδικαιούτο τη σύνταξη του θανόντος κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις, α) ήταν, κατά τον χρόνο αυτό, εκκρεμής ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων ή β) υποβάλλεται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Συνεπώς, οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου δεν εφαρμόζονται όταν, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του νόμου αυτού, τα όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών είχαν ήδη εκδώσει τις οικείες πράξεις για τη συνταξιοδότηση του επιζώντος συζύγου. Περαιτέρω δε, επί αιτήσεων που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2676/1999 για τη συνταξιοδότηση του επιζώντος συζύγου, έχουν εφαρμογή αποκλειστικώς οι διατάξεις του άρθρου 62 του νόμου αυτού, διότι με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου καταργήθηκαν οι διατάξεις που ρύθμιζαν διαφορετικά το θέμα αυτό. Τούτο, άλλωστε, δικαιολογείται και από το ότι ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως είναι γεγονός αντικειμενικό που δικαιολογεί την υπαγωγή στο καθεστώς του νόμου ο οποίος ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Ε. Αντωνόπουλος και στη γνώμη του προσχώρησε η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής άποψη: η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του π.δ. 95/1973 έθετε δυσμενέστερες προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεως στον επιζώντα σύζυγο, με παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του π.δ. 1041/1979, που είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος και προς το άρθρο 119 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. (ήδη άρθρο 141 Συνθήκης Ε.Κ.) και 3 παρ. 1 της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ της 19-12-1978 (9/1998 Ε.Σ.). Με το δεδομένο αυτό, ο επιχειρούμενος με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 5 του ν. 2676/1999 περιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων στις συντάξεις που δικαιούνται οι χήροι κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων, είναι αντίθετος προς τα άρθρα 119 (ήδη 141) της Συνθήκης Ε.Κ. και 3 παρ. 1 της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ. Συνεπώς, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αίτηση υποβαλλόμενη μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού παράγει οικονομικά αποτελέσματα μόνον για τον εφεξής χρόνο. Εξάλλου, ενόψει του ότι ο χήρος δικαιούται τη σύνταξη θανάτου μόλις επέλθει ο θάνατος της συνταξιούχου συζύγου του κατ' άρθ. 10 παρ. 1 του ν.δ. 95/1973, η ίδια ρύθμιση είναι αντίθετη και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα γεγενημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, όπως το επίδικο.
Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η σύζυγος του αναιρεσείοντος, πολιτικός συνταξιούχος, απεβίωσε στις 24-6-1994. Μετά παρέλευση ενός περίπου έτους, ο αναιρεσείων, με την από 29-5-1995 αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ζήτησε τη συνταξιοδότησή του λόγω θανάτου της συζύγου του. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την 11532/95 πράξη της 42ης Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. 1041/1979. Επί εφέσεως που ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατά της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε η 9/1998 απόφαση του 2ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση και απονεμήθηκε στον αναιρεσείοντα κύρια σύνταξη από 1-1-1995 λόγω θανάτου της συζύγου του, με την αιτιολογία ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. 1041/79, κατά το μέρος που θεσπίζει πρόσθετους όρους για τη συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου, είναι αντισυνταγματική. Ακολούθως, ο αναιρεσείων υπέβαλε προς το καθ' ου Ταμείο την 980/30.3.1999 αίτηση, με την οποία ζήτησε να του μεταβιβασθεί από 1-1-1995 η επικουρική μηνιαία σύνταξη της συζύγου του. Η αίτηση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή και με την 2225/12.7.1999 απόφαση του Δ.Σ. του καθ' ου, χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα η αιτούμενη σύνταξη από 30.3.1999, δηλαδή από την υποβολή της αιτήσεώς του. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ασκήθηκε ένσταση από τον ίδιο, με την οποία υποστήριξε ότι το δικαίωμά του για λήψη της επικουρικής συντάξεως γεννάται αυτοδικαίως και την ίδια ημερομηνία που γεννάται το δικαίωμά του για λήψη κύριας συντάξεως και, ως εκ τούτου, η σύνταξη αυτή έπρεπε να του είχε καταβληθεί αναδρομικώς από 1-1-1995, από τότε δηλαδή που του είχε καταβληθεί η κύρια σύνταξη της συζύγου του. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ' ου, με την αιτιολογία ότι, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμόζεται η 8/1.6.99 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία συντάξεις καταβάλλονται από 5-1-1999, εάν ήταν εκκρεμής στο Ταμείο αίτηση του δικαιούχου, άλλως από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή, με την οποία προέβαλε α) ότι το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα δεν ερείδεται επί των διατάξεων του ν. 2676/99 αλλά επί των προϊσχυουσών διατάξεων του ν.δ. 95/1973, οι οποίες κατά το μέρος που απέκλειαν το δικαίωμά του αυτό είναι αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου ανίσχυρες, β) ότι η επικουρική σύνταξη έχει παρακολουθηματικό της κύριας συντάξεως χαρακτήρα και, χωρίς ρητή περί του αντιθέτου νομοθετική επιταγή, ο χρόνος καταβολής της συμπίπτει με τον χρόνο καταβολής της κύριας συντάξεως, γ) ότι εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται το άρθρο 62 του ν. 2676/1999 αλλά το άρθρο 10 του προϊσχύσαντος ν.δ/τος 95/1973, και δ) ότι είχε γεγενημένο δικαίωμα για να λάβει επικουρική σύνταξη από την επομένη του θανάτου της συζύγου του, βάσει των άρθρων 8 παρ. 2 εδ. β΄ του ν.δ. 95/1973, 4 του Συντάγματος και 119 Συνθ. ΕΟΚ, δικαίωμα που δεν μπορούσε να καταλυθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος, διότι ο νόμος αυτός θα ήταν αντίθετος προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κρίνοντας ότι ο τελευταίος είχε θεμελιώσει δικαίωμα για λήψη της επικουρικής συντάξεως από τον χρόνο θανάτου της συζύγου του, δηλαδή από 24.6.1994, δοθέντος ότι οι σχετικές διατάξεις κατά το μέρος που απέκλειαν το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως του χήρου συζύγου λόγω θανάτου της συζύγου του ή έθεταν πρόσθετες προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεώς του είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές, και ότι το ίδιο δικαίωμα θεμελίωσε ο αναιρεσείων και μάλιστα από τον ίδιο χρόνο και με τις διατάξεις του ν. 2676/1999. Το δικαίωμα όμως αυτό ο ίδιος δεν το άσκησε τότε, δηλαδή ούτε αμέσως μετά το θάνατο της συζύγου του ούτε, πάντως, πριν από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου. Επομένως, έκρινε τελικώς το διοικητικό εφετείο, και υπό τις δύο εκδοχές θεμελιώσεως του δικαιώματός του και ενόψει και της γενικής αρχής του ασφαλιστικού δικαίου, που συμπορεύεται με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 5 εδ. β΄ του ν. 2676/1999, κατά την οποία η έναρξη καταβολής της συντάξεως αρχίζει από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, ορθώς και νομίμως ορίσθηκε η έναρξη καταβολής της συντάξεως στον αναιρεσείοντα από 30-3-1999, δηλαδή από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως. Απορρίφθηκε δε ως αβάσιμος λόγος εφέσεως ότι η επικουρική σύνταξη είναι «παρακολουθηματική» και δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί πριν από την αναγνώριση της κυρίας συντάξεως, διότι, κατά το εφετείο, από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν.δ. 95/1973 δεν τίθεται ως προϋπόθεση χορηγήσεως της συντάξεως αυτής η λήψη προηγουμένως κύριας συντάξεως. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης είναι ορθή και συνεπώς, θα έπρεπε να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν το αντίθετο. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητος του ζητήματος της εννοίας του άρθρου 62 παρ. 5 του ν. 2676/1999 και της τυχόν αντιθέσεώς της προς τις διατάξεις του άρθρου 199 Συνθ. ΕΟΚ και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση.