Νομολογία - ποινικά

(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2011 - ÔÅÕ×ÏÓ 65) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1894/2010 Τμήμα: Τμήμα Ζ΄ (Ποιν. σε Συμβ.) Πρόεδρος: - Εισηγητής: B. Φράγγος
Δικαίωμα Εισαγγελέα Αρείου Πάγου να ζητεί την αναίρεση οιουδήποτε βουλεύματος. Ακύρωση έκθεσης κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης. Απόλυτες ακυρότητες προδικασίας. Έρευνα κατ΄ οίκον - προϋποθέσεις νομιμότητας.
Άρθρα: 9 παρ. 1, εδ. γ΄, 88 παρ. 1 και 5 Συντ., 483 παρ. 3, 479 παρ. 2 ΚΠοινΔ, 173 παρ. 2, 176 παρ. 1 ΚΠοινΔ, 253, 255, 256 ΚΠοινΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ι. Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του ΚΠοινΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος είτε οριστικού, είτε προδικαστικού ή παρεμπίπτοντος. Το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητεί την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, δηλαδή και εκείνων των βουλευμάτων που δεν παρέχεται αντίστοιχο δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται, διότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 88 παρ. 1, 5 του Συντάγματος, ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή ενεργεί ως εκπρόσωπος της πολιτείας εντός του κύκλου των νομίμων αρμοδιοτήτων του, προς διαφύλαξη και διασφάλιση της σύννομης κοινωνικής συμβίωσης. Εντός των νομίμων αρμοδιοτήτων του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση και κατά του ως άνω βουλεύματος, χωρίς να ταυτίζεται ή να εξομοιώνεται με τους διαδίκους της ποινικής διαδικασίας. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση της αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του υπ' αριθμ. 746/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε η από 24-2-2010 προσφυγή του κατηγορουμένου Α.S., για ακύρωση πράξεων της προδικασίας (εκθέσεων κατ' οίκον ερεύνης και κατασχέσεως) ασκήθηκε παραδεκτώς.
Κατά το άρθρο 173 § 2 του ΚΠοινΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνη-μονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 176 § 1 του ίδιου Κώδικα αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο (Ολ. ΑΠ 1/2008).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 § 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος «Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Περαιτέρω, οι νόμιμες προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η κατ' οίκον έρευνα εν καιρώ ημέρας ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 253, 255 και 256 ΚΠοινΔ. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι επιτρεπτή η έρευνα πρέπει: α) να διεξάγεται ανάκριση, δηλαδή είτε να έχει παραγγελθεί κύρια ανάκριση ή προανάκριση είτε ενεργείται προανάκριση χωρίς Εισαγγελική Παραγγελία σύμφωνα με το άρθρο 243 § 2 ΚΠοινΔ (αστυνομική προανάκριση) για κακούργημα ή πλημμέλημα ή για αγροτικό πταίσμα. β) Να είναι δυνατόν να υποτεθεί εύλογα ότι μόνο με αυτό το μέσο μπορεί να κατορθωθεί ή ευκολυνθεί η βεβαίωση του εγκλήματος, η ανακάλυψη ή σύλληψη των δραστών ή η βεβαίωση ή αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε. Αν την έρευνα την ενεργεί αξιωματικός ή υπαξιωματικός της Αστυνομίας ως δεύτερος ανακριτικός υπάλληλος προσλαμβάνεται πάντοτε δικαστικός λειτουργός, ο οποίος συμπράττει από κοινού στην κατ' οίκον έρευνα. Αν δεν συμπράττει δικαστικός λειτουργός ή μέχρι της αφίξεώς του τα αστυνομικά όργανα προβούν σε κατ΄ οίκον έρευνα, αυτή είναι μη νόμιμη. Επίσης η κατ΄οίκον έρευνα πρέπει να είναι διακριτική.
Εξάλλου, η έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατω-μένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει προκειμένου περί βουλεύματος με το οποίο απορρίπτεται αίτηση του κατηγορουμένου για την κήρυξη δικονομικής ακυρότητας κατά την προδικασία, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προέκυψε η εγκυρότητα των συγκεκριμένων πράξεων της προδικασίας και οι αποδείξεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι δεν είναι έγκυρες οι εν λόγω πράξεις προδικασίας.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved