Νομολογία - πολιτικά

(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012 - ÔÅÕ×ÏÓ 71) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 15/2012 Τμήμα: Β1΄ Πολιτικό Τμήμα Πρόεδρος: Η. Γιαννακάκης (Προεδρεύων) Εισηγητής: Α. Δουλγεράκης
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Εφόσον καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 103 §§ 7 και 8 Σ και των άρθρων 5 και 11 π.δ. 164/2004, εξακολουθούν δε να είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος των παραπάνω διατάξεων και δεν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου τομέα, δεν υπάγονται στην εμβέλεια των παραπάνω διατάξεων ως συμβάσεις, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αορίστου χρόνου. Σύμβαση μερικής απασχόλησης. Τύπος και συνέπειες μη τήρησής του.

Άρθρα: 26 § 3, 87 § 2, 103 §§ 7-8 Σ, 5 και 11 π.δ. 164/2004, 8 § 3 ν. 2112/1920, 38 ν. 1692/1990 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 § 1 ν. 2639/1998), 159 ΑΚ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
[…] [Ο] χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στo πλαίσιo της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τη 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν µε το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό µε τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρµόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συµβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δηµόσιο τοµέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόµου αυτού εφαρμόζονται και επί συµβάσεων εργασίας µε ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισµός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόµου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη µη τήρηση εκ µέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νοµικό χαρακτηρισμό των συµβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, µε πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συµβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νοµικός χαρακτηρισµός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης έργου ή εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόµου χαρακτηρισμό της συµβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/3001, Ολ.ΑΠ 6/2001, 7 και 8/2011), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νοµικός χαρακτηρισµός εκ µέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη «μετατροπή» του ισχύοντος νοµικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συµβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ ΕΚ, (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την Αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18.4.2001 (ΦΕΚ Α` 85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του Π.Δ. 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19.7.2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου.
[…] Περαιτέρω, με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 αντικαταστάθηκε το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 και ορίστηκε στην παράγραφο 1, ότι κατά τη σύσταση της συμβάσεως εργασίας, ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση) και ότι η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάρτισή της, δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την κατάρτιση της συμβάσεως μερικής απασχολήσεως, απαιτείται κατά το νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η δε μη τήρηση αυτού συνεπάγεται, κατά το άρθρο 159 ΑΚ, την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σχετικής συμβάσεως. Αναφορικά δε με τα αποτελέσματα της ακυρότητας της παραπάνω ρήτρας (όρου της σύμβασης που αφορά τη μερική απασχόληση), που είναι απόλυτη κατ’ άρθρο 159 ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα, εφόσον η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε, ενώ προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν είναι έγγραφη και εκτελεσθεί, η μεταβολή από τον εργοδότη των όρων της εργασιακής συμβάσεως, διά της μειώσεως των ωρών της κανονικής ημερησίας εργασίας του και του αντικειμένου αυτής και καταβολή μειωμένου μισθού, έστω και με τη συναίνεση του μισθωτού (πολύ δε περισσότερο χωρίς αυτή), χωρίς την τήρηση εγγράφου τύπου, δεν συνιστά έγκυρη σύμβαση μερικής απασχολήσεως και επομένως ο εργοδότης οφείλει το μισθό για την πλήρη απασχόληση (παραίτηση από των ελαχίστων νομίμων ορίων του οποίου δεν είναι έγκυρη), ακόμη και αν ο μισθωτός αποδέχθηκε μετά ταύτα την άτυπη μεταβολή και συνέχισε την παροχή της εργασίας του υπό τους όρους αυτής.
Συναφής νομολογία: Για το ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης έννομης σχέσης είτε ως σύμβασης εργασίας, εξαρτημένης ή ανεξάρτητης, ορισμένου ή αόριστου χρόνου, είτε ως σύμβασης έργου αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, το οποίο κρίνει ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της σύμβασης, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, χωρίς να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν στη σύμβαση τα μέρη ή ακόμη και ο ίδιος ο νομοθέτης βλ. ΟλΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011, 961 = ΕλλΔνη 2011, 697 = ΔΕΕ 2012, 149· ΟλΑΠ 8/2011 ΧρΙΔ 2011, 752 = ΕφΑΔ 2011, 1148 με παρατ. Φωτέα· ΟλΑΠ 19 και 20/2007 ΕΕργΔ 2007, 785· ΟλΑΠ 18/2006 Αρμ 2007, 304· ΑΠ 16/2012 αδημ.· ΑΠ 1233/2011 αδημ.· ΑΠ 1562 και 1563/2011 αδημ.· ΑΠ 1110/2011 αδημ. Βλ. όμως και ΑΠ 374/2006 αδημ.· ΑΠ 524/2004 αδημ. Για τις προϋποθέσεις κύρους της μερικής απασχόλησης βλ. ΑΠ 1615/2011 αδημ.· ΑΠ 1724/2010 αδημ.· ΑΠ 465/2010 αδημ.· ΑΠ 70/2010 ΔΕΕ 2011, 98· ΣτΕ 240 και 241/2011 αδημ.· ΕφΛαμ 55 και 56/2011 αδημ. Για την εκ περιτροπής εργασία ως μορφή της μερικής απασχόλησης βλ. ΑΠ 969/2011 αδημ.· ΕφΘεσ 799/2011 Αρμ 2011, 1358.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved