8. Επειδή, με το παραπάνω άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα πε-ριορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ’ ενός (παρ. 1) και την ελευθερία εκδή-λωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ’ ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κά-θε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθε-ρία της θρησκευτικής συνείδησης και επιβάλλεται η ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθή-σεις, στην απόλαυση όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλων των δικαιωμάτων που ανα-γνωρίζει η έννομη τάξη, καθιερώνεται δηλαδή η θρησκευτική ισότητα, είναι διατάξεις θεμελιώδεις, ως μη υποκεί-μενες, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, σε αναθεώρηση. Εξ άλλου η ελευθερία της θρησκευτι-κής συνείδησης διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας περιορισμός, υποκείμενη συνεπώς μόνον στους περιορισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, ενώ η ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η άσκηση της λατρείας, υπόκειται επί πλέον στους περιορι-σμούς που επιβάλλονται από τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική ε-πέμβαση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακο-λουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρό-πο, να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υπο-χρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους. Και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυ-τόν της συνείδησης του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλ-λουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο. Διάφορο είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίησης του θρησκεύματος του ατόμου, η οποία όμως γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προ-στασία της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως η ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα κλπ (ΣτΕ 2280 - 2286/2001 Ολομ.). Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, όπως εν προκειμένω το απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου, η οποία επιβάλλεται κατ’ αρχήν ως υποχρεωτική με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος.
9. Επειδή, περαιτέρω, η θρησκευτική ελευθερία, υπό τη θετική της έκφανση, της εκδήλωσης δηλαδή των θρη-σκευτικών πεποιθήσεων, συνίσταται στο δικαίωμα του καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του με ποικίλους τρόπους, ατομικά ή από κοινού με άλλους, ιδιωτικά ή δημό-σια, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και υπό τους περιορισμούς της παρ. 4 του άρ-θρου 13 του Συντάγματος. Ωστόσο, η ελευθερία αυτή δεν περιλαμβάνει και το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώ-νουν το θρήσκευμα που ακολουθούν ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις τους με την αναγραφή τους, όταν το επιθυμούν, και σε δημόσια έγγραφα, όπως είναι οι προαναφερόμενοι τίτλοι σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαί-δευσης. Το άρθρο 13 του Συντάγματος όχι μόνο δεν παρέχει τέτοια αξίωση στους φορείς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, άλλωστε τούτο ως ατομικό δικαίωμα θεμελιώνει κατ’ αρχήν μόνον αξίωση του ατόμου έναντι της κρατικής εξουσίας για αποχή από επεμβάσεις των οργάνων της που θα παρεμπόδιζαν την άσκησή του και όχι αξίωση θετικής ενέργειας, αλλά απαγορεύει και την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος ή των θρη-σκευτικών εν γένει πεποιθήσεων στους απολυτήριους τίτλους και τα πιστοποιητικά σπουδών, τα οποία συνι-στούν έγγραφα αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μα-θητών και όχι μη συναφών προς τα πραγματικά αυτά γεγονότα πληροφοριών, όπως είναι οι θρησκευτικές πεποι-θήσεις. Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας, υπό την αρνητική της έκφανση, εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποι-θήσεις με αυτόν τον τρόπο, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος, που επιβάλλεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος. Πράγματι, όσοι Έλ-ληνες αρνηθούν να αναγράφεται το θρήσκευμα ή οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις σε τίτλους σπουδών, οι οποί-οι μάλιστα επιδεικνύονται σε κάθε αρχή και υπηρεσία καθώς και σε οποιονδήποτε ιδιώτη για την πιστοποίηση των σπουδών και γνώσεων του κατόχου τους σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του, αναγκάζονται να αποκα-λύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια, μία πλευρά της ενδιάθετης στάσης τους απέναντι στο θείο. Ταυτόχρονα δε διαφοροποιούνται παρά τη θέλησή τους από εκείνους τους Έλληνες που ομολογούν τις θρησκευτικές τους πε-ποιθήσεις με την αναγραφή τους στους τίτλους σπουδών. Πέραν τούτων, η αναγραφή του θρησκεύματος στα α-πολυτήρια και τους τίτλους σπουδών παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών, και ε-νέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο προσβολής της θρησκευτικής ισότητας, που κατοχυρώνεται με τη θεμελιώδη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2280 - 2289/2001 Ολομ.). Τα ανωτέρω ισχύουν, αντίστοι-χα, και για τους τίτλους σπουδών που χορηγούνται από ιδιωτικά σχολεία, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των τίτ-λων αυτών, οι οποίοι είναι ισότιμοι προς τους αντίστοιχους των δημόσιων σχολείων (βλ. άρθρο 17 του ν. 682/1977, Α’ 244, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2376/1988, 1684/1974), καθορίζεται ομοίως από το Κράτος, κατά τρόπο ε-νιαίο με τους αντίστοιχους τίτλους της δημόσιας εκπαίδευσης (πρβλ. ΣτΕ 1685/1974 Ολομ.), όπως συμβαίνει εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα να υφίσταται, και στην περίπτωση αυτή, κίνδυνος διαφοροποίησης και διακρίσεων από την τυχόν προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα εν λόγω έγγραφα. Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια, τους τίτλους και τα αποδεικτικά σπουδών του Γυμνα-σίου, η οποία προβλέπεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αντικαταστάθηκε, ακόμη και αν είναι προαιρε-τική, ακόμη δηλαδή και αν γίνεται με τη συγκατάθεση ή την πρωτοβουλία του μαθητή ή των γονέων του ή με την πρόβλεψη του σχετικού πεδίου στον τύπο του τίτλου, το οποίο μπορεί να παραμείνει κενό, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί του Δημοσίου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Για τους ανωτέρω λόγους, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους, η απόφαση αυτή δεν είναι νόμιμη, κατά το πληττόμενο μέ-ρος της, και πρέπει να ακυρωθεί. (…)
14. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. α’ και β’ του ν. 2472/1997 και ήδη το άρθρο 4 περ. 1 και 2 του Κανο-νισμού 2016/679, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, και μάλιστα ευαί-σθητο. Από τις ίδιες διατάξεις και από τα άρθρα 4 παρ. 1 περ. α και β του ν. 2472/1997 και ήδη 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Κανονισμού προκύπτει περαιτέρω ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως εν προ-κειμένω οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξερ-γασία εν όψει των σκοπών αυτών, καθώς και να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φο-ρά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας (ΣτΕ 2280, 2282/2001 Ολομ., 2255/2005, πρβλ. 518/2018). Τέλος, από τα άρθρα 2 περ. δ του ν. 2472/1997 και 4 παρ. 2 του Κανονισμού 2016/679 προκύπτει ότι η καταχώ-ριση του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του Γυμνασίου, ανεξαρτήτως αν είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, συνιστά μορφή επεξεργασίας δεδομένου προ-σωπικού χαρακτήρα που πρέπει να πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Όπως, όμως, αναφέρθηκε στις προη-γούμενες σκέψεις, η αναγραφή αυτή του θρησκεύματος στους παραπάνω τίτλους παραβιάζει το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και τα άρθρα 9 και 14 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αντικατα-στάθηκε, με την οποία προβλέπεται επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου χωρίς να υπάρχει νόμιμος σκοπός, έρχεται σε αντίθεση και με τα άρθρα 2 περ. β, 4 παρ. 1 περ. α και β του ν. 2472/1997 και 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, όπως βασίμως προβάλλουν οι αιτούντες.
(Δέχεται την αίτηση).