Νομολογία - διοικητικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2016 - ÔÅÕ×ÏÓ 88) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ Ολ. 1858/2015 Τμήμα: - Πρόεδρος: Σ. Ρίζος, Πρόεδρος του ΣτΕ Εισηγητής: Π. Κουσούλης, Σύμβουλος
Συνταγματικότητα γραμματίου προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής κατ’ άρθ. 61 ΚώδΔικ.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 20 παρ. 1Σ, 6 ΕΣΔΑ, 61 ΚώδΔικ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. ΑΕΔ 27/2004, 33/1995, ΣτΕ Ολ. 777, 1375-76/2013, 601, 1619/2012, 3087-88/2011, κ.ά., πρβλ. ΑΕΔ 2/1999, ΣτΕ Ολ. 1852/2009, 3029/2008, 603/2002, κ.ά.). Περαιτέρω, οι διατάξεις της § 4 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων, με τις οποίες ορίζεται ότι, εφόσον δεν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γραμμάτιο προκαταβολής της προβλεπομένης από την § 1 του ιδίου άρθρου εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη, δεν προσκρούουν στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. Υπό τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως παρέστησαν με τον πρώτο αιτούντα δικηγόρο ο δεύτερος και η τρίτη αιτούσα, εφόσον δεν κατατέθηκε το κατά τα ανωτέρω γραμμάτιο προκαταβολής εισφοράς στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Περαιτέρω, όμως, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς ασκείται από τον δεύτερο και την τρίτη αιτούσα, δεδομένου ότι αυτοί με δήλωσή τους στο ακροατήριο ενέκριναν την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία υπογράφεται από τον πρώτο αιτούντα ως δικηγόρο. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη των Συμβούλων M. Bηλαρά και Γ. Τσιμέκα, η υποχρέωση προκαταβολής των επίμαχων εισφορών, αποβλέπουσα στην κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των δικηγορικών συλλόγων και, γενικότερα, στην ενίσχυση των δικηγόρων, συνάπτεται με την, υπό ευρεία έννοια, ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, στην οποία μετέχουν ενεργώς οι δικηγόροι, και από την άποψη αυτή παραδεκτώς, κατ’ αρχήν, θεσπίζεται. Περαιτέρω δε, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια ώστε να προσκρούει στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, εφόσον η μη προκαταβολή των επίμαχων εισφορών δεν συνεπάγεται, πάντως, το απαράδεκτο της υπό κρίση αιτήσεως, αλλά μόνον της παραστάσεως του δεύτερου και της τρίτης αιτούσας και, συνεπώς, δεν επάγεται κατάλυση του δικαιώματός τους προς παροχή έννομης δικαστικής προστασίας. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου και Κ. Κουσούλη, οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή ως ερχόμενες σε αντίθεση με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι, ενώ με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που μπορεί να θεωρηθούν ότι συνάπτονται με την απονομή της δικαιοσύνης [η κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, η διασφάλιση της είσπραξης πόρων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης των δικηγόρων (ΤΕΑΚ, Τομέα Προνοίας - Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείου Αλληλοβοήθειας ή ΛΕΑΔ) και η οικονομική ενίσχυση των νέων δικηγόρων], η προβλεπόμενη, σε περίπτωση μη καταθέσεως του γραμματίου προκαταβολής των ανωτέρω δικηγορικών εισφορών, ακυρότητα της διαδικαστικής πράξεως πλήττει τον διάδικο και μάλιστα υπέρμετρα, δεδομένου ότι μπορεί να επιφέρει, σε περίπτωση που καθίσταται άκυρη η κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ακόμη και την κατάλυση του δικαιώματός του προς παροχή δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΑΕΔ 33/1995). Κατά δε τη γνώμη των Συμβούλων Χ. Ράμμου και Αικ. Σακελλαροπούλου, με τη διάταξη του άρθρου 61 § 4 του Κώδικα Δικηγόρων επιδιώκεται η είσπραξη μέρους της δικηγορικής αμοιβής, η περιστολή της φοροδιαφυγής και η κάλυψη λειτουργικών δαπανών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, σκοποί δηλαδή που δεν συνδέονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, ως εκ τούτου δε η προβλεπόμενη δυσμενής για τον διάδικο συνέπεια συνιστά μη ανεκτό περιορισμό του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος (ΑΕΔ 33/1995). […]


(Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση και τις ασκηθείσες παρεμβάσεις, ακυρώνει εν μέρει τις προσβληθείσες αποφάσεις, απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά, διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου)

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved