Νομολογία - διοικητικά

(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019 - ÔÅÕ×ÏÓ 98) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 2652/2018 Τμήμα: Β΄ Πρόεδρος: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλος
Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία διακρίνεται από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας νομοθετικής διάταξης.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 21 Συντ., 1 Ν. 1078/1980, 53 § 4 ΠΔ 18/1989.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
2. Επειδή, με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προκειμένης παραδεκτής άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως, απαιτείται συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ανωτέρω παραγράφων. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ν. 3900/2010 ορίζεται ότι «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας [...]». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, εν όψει και του σκοπού της θεσπίσεώς της, αίτηση αναιρέσεως, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, κατά αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως αυτής, με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί μόνον όταν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου σε διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 2172, 1782, 1504/2017, 2659/2013 7μ., 855/2013 7μ.).
4. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (Α΄ 238), ερμηνευομένων εν όψει του σκοπού τους και του άρθρου 21 του Συντάγματος, έγγαμος φορολογούμενος δικαιούται απαλλαγής φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου για απόκτηση οικογενειακής στέγης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη προγενέστερη απαλλαγή από τον ως άνω φόρο, της οποίας είχε τύχει πριν από τον γάμο. Εν συνεχεία, το δικάσαν δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος εδικαιούτο απαλλαγής, ως έγγαμος, από το φόρο μεταβίβασης λόγω αγοράς πρώτης κατοικίας, χωρίς να υποχρεούται να επιστρέψει το φόρο μεταβίβασης, από την καταβολή του οποίου είχε απαλλαγεί για την προγενέστερη αγορά άλλης κατοικίας ως άγαμος, δέχθηκε την ανάκληση της υποβληθείσας σχετικής τροποποιητικής δήλωσής του, υποχρέωσε δε την αρμόδια φορολογική αρχή να του επιστρέψει, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, το φόρο μεταβίβασης ποσού 3.825,92 ευρώ που αυτός είχε καταβάλει με την τροποποιητική δήλωσή του.
5. Επειδή, το αναιρεσείον Δημόσιο προς θεμελίωση του παραδεκτού της αιτήσεώς του βάσει των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, υποστηρίζει ότι «η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά δέχεται την αντισυνταγματικότητα της παραπάνω διάταξης [του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 μετά την αντικατάστασή της παρ. 5 αυτού με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 3091/2002], την οποία δεν εφαρμόζει, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής του άρθρου 21 του Συντάγματος, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η μνημονευόμενη 3003/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά την αντισυνταγματικότητα προϊσχυουσών διατάξεων. Αντίθετη εκδοχή, περί του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντισυνταγματικότητας των εφαρμοζόμενων διατάξεων, υπερακοντίζει τον σκοπό θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, εφόσον δεν δικαιολογείται η άσκηση παραδεκτής αναιρέσεως κατά αποφάσεως που δεν εφαρμόζει ρητή διάταξη νόμου, ερμηνεύοντάς την υπό το πρίσμα συνταγματικών διατάξεων που καθιστούν τις σχετικές διατάξεις ανεφάρμοστες, ενώ δικαιολογείται στην περίπτωση που ρητά μνημονεύεται η αντισυνταγματικότητα συγκεκριμένης διάταξης τυπικού νόμου». Ο ανωτέρω προβαλλόμενος ισχυρισμός προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριο διέλαβε μόνον ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 και όχι ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντιθέσεως της ως άνω διατάξεως προς το Σύνταγμα, οπότε και μόνον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, θα ήταν παραδεκτή η άσκησή της κατά παρέκκλιση όσων ορίζονται στο άρθρο 53 παρ. 4 του π.δ. 18/1989.
6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
(Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης)

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved