Νομολογία - διοικητικά

(ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013 - ÔÅÕ×ÏÓ 79) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 690/2013 Τμήμα: Τμήμα Δ΄ Πρόεδρος: Σ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Η. Μάζος, Πάρεδρος
Επιβολή διοικητικού προστίμου για παράλειψη καταβολής διοδίων. (Επιμέλεια: Ευαγγελία Μπάλτα)
άρθρα 5 και 24 Σ, 967 ΑΚ, 2 και 29 ΚΟΚ, 21 παρ. 6 ν. 2539/1997
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το κατοχυρούμενο στο Σύνταγμα δικαίωμα της ελευθερίας κινήσεως των πολιτών και δι’ οχημάτων δεν αντιτίθεται κατ’ αρχήν στη λήψη μέτρων ρυθμιστικών της κυκλοφορίας και της στάθμευσης των οχημάτων, ενίοτε δε και επιβάλλει τη λήψη τέτοιων μέτρων προκειμένου το δικαίωμα αυτό να είναι βιώσιμο. Περαιτέρω δε, κατά την έννοια της ίδιας συνταγματικής διατάξεως, τέτοια μέτρα όχι μόνο δεν αναιρούν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα των οδών αλλά αντιθέτως κινούνται προς την κατά το δυνατόν ορθολογική χρήση τους από το σύνολο των πολιτών που χρησιμοποιούν οχήματα (ΣτΕ 3266/2008). Στο Σύνταγμα δεν αντίκειται εξάλλου, κατ’ αρχήν, ούτε η επιβολή διοδίων είτε ως τέλους εισπραττομένου από τον αρμόδιο δημόσιο φορέα και προοριζομένου για την εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών συναπτομένων με την κατασκευή, συντήρηση και λειτουργία του οδικού δικτύου (όπως προέβλεψε άλλωστε σειρά νομοθετημάτων, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 9), είτε ως τμήματος του εργολαβικού ανταλλάγματος, καταβαλλομένου από τους χρήστες της οδού στον παραχωρησιούχο, στην περίπτωση αναθέσεως της κατασκευής και λειτουργίας της οδού με σύμβαση παραχωρήσεως. Τέλος, εν όψει των δημοσίου ενδιαφέροντος σκοπών που θάλπονται από τις σχετικές με την κυκλοφορία των οχημάτων διατάξεις (όπως η ομαλή και ασφαλής διεξαγωγή της οδικής κυκλοφορίας), θεμιτώς κατ’ αρχήν, και υπό την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας, προβλέπονται διοικητικά μέτρα καταναγκασμού των υποχρέων σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις αυτές αλλά και διοικητικής ή και ποινικής φύσεως κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεώς των (πρβλ. ΣτΕ 1752/1990, 4990/1997, 4161/1999).
Με το άρθρο 21 παρ. 6 του ν. 2539/1997 (Α΄ 244) είχε εισαχθεί ευνοϊκή ρύθμιση για τους μονίμους κατοίκους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στους οποίους λειτουργούν σταθμοί διοδίων. Ορίσθηκαν ειδικότερα τα ακόλουθα: «Στις περιπτώσεις που εντός της εδαφικής περιφέρειας δήμου ή κοινότητας που συνιστάται με τον παρόντα νόμο λειτουργεί Σταθμός Διοδίων, οι μόνιμοι κάτοικοι αυτού του δήμου ή της κοινότητας δικαιούνται να εφοδιαστούν με Κάρτα Ελεύθερης Διάβασης. Η Κάρτα παρέχεται υποχρεωτικά πριν από την έναρξη λειτουργίας των παραπάνω δήμων και κοινοτήτων. Γι’ αυτό μεριμνούν από κοινού το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας και οι υφιστάμενοι και λειτουργούντες έως την 31η Δεκεμβρίου 1998 δήμοι ή κοινότητες στην περιφέρεια των οποίων κατοικούν οι ενδιαφερόμενοι». Εν συνεχεία, οι μόνιμοι κάτοικοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στους οποίους λειτουργούν σταθμοί διοδίων δεν περιελήφθησαν στις κατηγορίες των χρηστών του αυτοκινητοδρόμου που απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής διοδίων σύμφωνα με την κυρωθείσα με το ν. 3555/2007 σύμβαση παραχωρήσεως (άρθρο 24.4.2), ενώ, εξάλλου, το άρθρο έβδομο παρ. 1 του ανωτέρω κυρωτικού νόμου διέλαβε συναφώς τα εξής: «Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή αφορά σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν δεν ισχύει». Κατά συνέπεια, οι μόνιμοι κάτοικοι του προσφεύγοντος Δήμου … δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής διοδίων τελών για τη χρήση του, εντός της εδαφικής περιφέρειας του δήμου, τμήματος του οδικού άξονα ΠΑΘΕ. Περαιτέρω, όμως, από τον διοικητικό φάκελο και τα λοιπά, προσκομισθέντα από τους διαδίκους και ληπτέα υπ’ όψιν από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 150 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στοιχεία, προκύπτει ότι για τη μετακίνηση εντός των ορίων του δήμου υφίσταται «εναλλακτικό» οδικό δίκτυο, το οποίο, κατά τα βεβαιούμενα από τη Διοίκηση με την από 9.3.2012 «έκθεση υπηρεσιακών απόψεων» του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, «είναι πλήρως ασφαλτοστρωμένο, κατά τμήματα αποτελεί μέρος του εθνικού δικτύου της χώρας και διαθέτει δύο (2) τουλάχιστον λωρίδες κυκλοφορίας στο σύνολό του». Προκύπτει, επίσης, ότι μέσω του ανωτέρω «εναλλακτικού» δικτύου και του παράπλευρου δικτύου της ΠΑΘΕ είναι δυνατή η πρόσβαση των κατοίκων του δήμου στην πόλη των Αθηνών, διοικητικό κέντρο της Περιφέρειας Αττικής. Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι απορριπτέοι οι λόγοι της προσφυγής (περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας και των άρθρων 5 και 24 του Συντάγματος), οι οποίοι στηρίζονται στην εκδοχή ότι δεν υφίσταται άλλο, εκτός του αυτοκινητοδρόμου, εναλλακτικό οδικό δίκτυο, και μάλιστα «κατάλληλο και ασφαλές», για τις μετακινήσεις των μονίμων κατοίκων του δήμου εντός των ορίων του καθώς και προς και από το διοικητικό κέντρο της περιφέρειας.
(Απορρίπτει την κρινόμενη προσφυγή)

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved