Νομολογία - ποινικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010 - ÔÅÕ×ÏÓ 60) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1716/2009 Τμήμα: Τμήμα Α΄(ποιν. διακοπών) Πρόεδρος: - Εισηγητής: Π. Ρούμπης
Απάτη. Στοιχεία του εγκλήματος. Πότε υπάρχει απόπειρα. Υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα. Απάτη επί δικαστηρίου.
Νομικές διατάξεις: 386 παρ. 1 ΠΚ, 42 παρ. 1, 44 παρ. 1 ΠΚ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης, σε βαθμό πλημμελήματος, στοιχειοθετείται αντικειμενικά, όταν ο δράστης με παράσταση ψευδών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικά δε, όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει. Είναι δε δυνατόν, από την πράξη αυτή του δράστη άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που αποτελεί αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ). Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας, απαιτείται πράξη την οποία επιχειρεί ο δράστης με τον δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως. Ως τέτοια πρέπει να θεωρηθεί κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συναφείας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Ειδικότερα για το έγκλημα της απάτης, απόπειρα υπάρχει από τη στιγμή που αρχίζει η επενέργεια στις παραστάσεις ενός άλλου. Περιλαμβάνει όμως και πράξεις που σχετίζονται με την επενέργεια αυτή, δηλαδή εκείνες που αν συνεχισθούν χωρίς απρόοπτα εμπόδια, θα καταλήξουν σε πραγματοποίηση της αντικειμενικής υπόστασης. Εξάλλου, απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός και υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, αλλά και γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενό τους. Η απάτη επί Δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη σε βάρος του αντιδίκου του. Όταν όμως, παρά ταύτα, το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση υπέρ του αντι-δίκου του ή δεν εκδίδει οριστική αλλά προδικαστική απόφαση, ή δεν εκδίδει οποιαδήποτε απόφαση λόγω κάποιας μεταγενέστερης ενέργειας, ως είναι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ή δήλωσής του να μη εκδοθεί απόφαση επί αιτήσεώς του, πραγματώνεται το έγκλημα της απόπειρας απάτης.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 του ΠΚ, η απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν ο δράστης άρχισε την ενέργειά του αλλά δεν την ολοκλήρωσε από δική του βούληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν η απόπειρα είναι μη πεπερασμένη, πράγμα το οποίο συμβαίνει, οσάκις η προς το εγκληματικό αποτέλεσμα κατευθυνόμενη ενέργεια του δράστη άρχισε μεν, αλλά δεν ολοκληρώθηκε, και ως εκ τούτου δεν επήλθε το αποτέλεσμα, αν ο δράστης με δική του θέληση και όχι από εμπόδια εξωτερικά απόσχει από την προς εκτέλεση του εγκλήματος απαιτούμενη περαιτέρω ενέργειά του, η απόπειρα είναι ατιμώρητη.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved