Νομολογία - ποινικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2009 - ÔÅÕ×ÏÓ 56) Αριθμός απόφασης: 2616/2008 Τμήμα: Ζ΄ (Ποιν.) ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Κ. Φράγκος
Ευθύνη δικηγόρου για τέλεση αξιόποινης πράξης κατά του πελάτη του στο πλαίσιο της δοθείσης σε αυτόν εντολής. Προθεσμία άσκησης αγωγής κακοδικίας ή αγωγής κατά την κοινή διαδικασία.
Άρθρα: 914, 932 ΑΚ, 73 ΕισΝΚΠολΔ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠοινΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 9.5.2008 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η αναιρεσείουσα Α. Γ. κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 12.11.2008, που είχε προσδιορίσει η κρινόμενη με την από 7.4.2008 αίτησή της. Η αναιρεσείουσα όμως δεν εμφανίστηκε κατ' αυτή κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 171 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠοινΔ, και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ιδίου Κώδικα. Η πολιτική αγωγή με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά το προαναφερόμενο άρθρο 63 μόνον από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ. Η νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεώς του, η οποία, κατά το άρθρο 84 του ΚΠοινΔ, πρέπει με ποινή απαραδέκτου να περιέχει, εκτός των άλλων, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμά του. Από αυτό συνάγεται ότι, αν από τη δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής δεν προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξεως και της ηθικής βλάβης, που έχει υποστεί ο παθών, τότε η δήλωση αυτή δεν είναι σύμφωνη με το νόμο και δεν νομιμοποιεί τον παθόντα στην παράστασή του ως πολιτικώς ενάγοντος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 73 του Εισ. Ν.ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως σε βάρος δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή κ.λπ. «για αξιόποινη πράξη που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», πρέπει να γίνει μέσα σε προθεσμία έξι μηνών, η οποία αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο αδικηθείς έλαβε γνώση της επικαλούμενης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως, με συνέπεια την πρόκληση ζημίας του (ΟλΑΠ 20/2000). Οι πιο πάνω όμως ειδικές διατάξεις, που θεσπίζουν το θεσμό της προσωπικής αστικής ευθύνης των αναφερόμενων σε εκείνη προσώπων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο δικηγόρος) προϋποθέτουν πράξη ή παράλειψη αυτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της δοθείσας σε αυτούς εντολής, ήτοι προϋποθέτουν, προκειμένου περί δικηγόρου, σχέση εντολής μεταξύ αυτού και του αδικηθέντος και δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση ζημίας, που προξενείται από αυτούς, κατά την εκτέλεση πράξεων, άλλης εντολής ή αυτοτελών και ανεξαρτήτων της δοθείσας εντολής, σε τρίτα πρόσωπα, στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης των οποίων ενέχονται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ (ΑΠ 1168/2002). Όμως, όταν η ζημία ή η ηθική βλάβη του παθόντος εντολέα πελάτη του δικηγόρου επέλθει από πράξεις ή παραλείψεις του εντολοδόχου δικηγόρου, κατά την εκτέλεση της εντολής, ή στο πλαίσιο της δοθείσας εντολής ή επ' ευκαιρία αυτής, τότε ισχύουν οι παραπάνω ειδικές διατάξεις του άρθρου 73 του Εισ. Ν. ΚΠολΔ περί προσωπικής αστικής ευθύνης και αγωγής κακοδικίας και η άσκηση της αγωγής κακοδικίας και της πολιτικής αγωγής στο ποινικό Δικαστήριο κατά του υπαιτίου δικηγόρου πρέπει να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία έξι μηνών, αρχόμενη όπως πιο πάνω (βλ. ΑΠ 1548/2002).
Αν έχει παρέλθει η άνω εξάμηνη προθεσμία από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της επικαλούμενης αξιόποινης πράξεως ή παραλείψεως του εντολοδόχου δικηγόρου και παρά ταύτα ασκηθεί η εν λόγω πολιτική αγωγή στο ποινικό Δικαστήριο, ο σχετικός ως άνω λόγος αναιρέσεως από την απόλυτη ακυρότητα της παρά το νόμο παράστασης της πολιτικής αγωγής ιδρύεται, όταν προβλήθηκε αντίρρηση για το λόγο αυτό κατά της παράστασης αυτής ή τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προέκυπτε ότι η παράσταση δεν ήταν νόμιμη, αφού διαφορετικά το Δικαστήριο δεν μπορούσε να ερευνήσει και να λάβει υπόψη στοιχεία που καθιστούν παράνομη την παράσταση, εφόσον δεν προκύπτουν αυτά από τη διαδικασία (ΟλΑΠ 1282/1992).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δίκης, η εγκαλούσα Γ.Λ. ως παθούσα είχε δηλώσει το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής στις 5.5.2006 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και με την με αριθ. 3868/2006 απόφαση επιδικάστηκε σε αυτήν χρηματική ικανοποίηση ποσού 45 ευρώ για ηθική βλάβη που υπέστη από την πλαστογραφία της κατηγορούμενης και καταδικασθείσας εντολοδόχου δικηγόρου της, τελεσθείσα στις 30.4.2001 και κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση τούτου στις 18.1.2008, η πολιτικώς ενάγουσα δήλωσε εκ νέου ότι παρίσταται για την ίδια χρηματική ικανοποίηση, που της είχε επιδικασθεί, λόγω ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η κρινόμενη πράξη της πλαστογραφίας της κατηγορούμενης δικηγόρου. Κατά την ίδια συνεδρίαση του Εφετείου, μετά την ανάγνωση του καταλόγου των μαρτύρων από τον Πρόεδρο, η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη πρόβαλε παραδεκτώς, με αυτοτελή ισχυρισμό που κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, αντιρρήσεις κατά της παράστασης της πολιτικής αυτής αγωγής, για το λόγο ότι η πολιτική αυτή αγωγή ασκήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το πρώτον στις 5.5.2006 μετά την παρέλευση του εξαμήνου που προβλέπει ο νόμος, αρχόμενου από τότε που η ενάγουσα έλαβε γνώση της πλαστογραφίας (29.5.2001) και εκ τούτου αποσβέστηκε οποιοδήποτε δικαίωμά της και δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά σε άσκηση της πολιτικής αυτής αγωγής εναντίον της, υποκείμενης, λόγω της δικηγορικής της ιδιότητας, σε αγωγή κακοδικίας. Το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε τον άνω ισχυρισμό και επέτρεψε την παράσταση της πολιτικώς ενάγουσας και της επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση επίσης 45 ευρώ, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το παρακάτω αιτιολογικό:
«Κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας, κατά των αναφερομένων στην παρ. 1 προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι, όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται ειδική βραχεία αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως της αγωγής αυτής. Ως χρόνος έναρξης της εν λόγω προθεσμίας λογίζεται όχι ο χρόνος τέλεσης της πράξης ή παράλειψης, αλλά της γνώσης αυτής και του υπαιτίου από μέρους του ζημιωθέντος (ΟλΑΠ 18/1999, ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 1584/2003, ΑΠ 42/2003). Η ως άνω εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, για την άσκηση αγωγής κατά δικηγόρου, που δίδεται στον εντολέα του, ισχύει όταν αυτός ζημιώθηκε από πράξεις ή παραλείψεις του δικηγόρου, οφειλόμενες σε δόλο ή βαρεία αμέλειά του, κατά την εκτέλεση της εντολής και την άσκηση των καθηκόντων του στο πλαίσιο αυτής (ΑΠ 2165/2003, η οποία έκρινε επί περιπτώσεως ασκήσεως ποινικής διώξεως κατά δικηγόρου για απιστία, που τελέσθηκε κατά την εκτέλεση της εντολής μεταξύ του κατηγορουμένου δικηγόρου και του παθόντος). Εξάλλου, η αγωγή του ζημιωθέντος για την επιδίωξη αποζημιώσεως δικαστηρίων, εφόσον όμως αυτός νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση του σχετικού δικαιώματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 ΚΠΔ, που αναφέρεται στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Όταν το δικαίωμα αυτό έχει αποσβεσθεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο (τέτοιο δε δίκαιο καθιερώνει και η διάταξη του άρθρου 73 παρ. 5 ΕισΝΚΠολΔ), με οποιονδήποτε τρόπο και την παρέλευση της αποκλειστικής προθεσμίας, μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί, δεν υφίσταται ενεργητική νομιμοποίηση του ζημιωθέντος για την άσκηση της πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο, ο οποίος και δεν μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων για αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του υπαιτίου της πράξεως εκ της οποίας η ζημία ή ηθική βλάβη (ΑΠ 2165/2003, ΑΠ 42/2003, ΑΠ 1168/2002). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 171 ΚΠΔ, όπως έχει προστεθεί με το άρθρο 34 παρ. 3 Ν. 2172/1993, η παράνομη στην ποινική διαδικασία παράσταση πολιτικής αγωγής προκαλεί απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη (ΑΠ 409/1999).
Στην κρινόμενη περίπτωση αποδίδεται στην κατηγορουμένη δικηγόρο η πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) της αναφερόμενης στην κατηγορία εκθέσεως επιδόσεως, που τέλεσε σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας από κοινού με την συγκατηγορούμενη γραμματέα της τότε, με σκοπό να παραπλανήσει την πολιτικώς ενάγουσα πελάτισσά της ότι είχε προβεί σε επίδοση της εξωδίκου δηλώσεως που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, και έτσι είχε εκτελέσει την σχετική εντολή της, πράγμα όμως το οποίο και δεν είχε συμβεί. Η δηλώσασα λοιπόν παράσταση πολιτικής αγωγής εντολέας της κατηγορούμενης για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την πράξη αυτή της πλαστογραφίας, που είναι και η αμέσως ζημιωθείσα από την πράξη αυτή, δεν ζημιώθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλεια πράξη ή παράλειψη της κατηγορουμένης δικηγόρου, κατά την εκτέλεση της εντολής που της είχε δώσει, διότι, κατά την κατηγορία, τέτοια εκτέλεση δεν έλαβε χώρα, αλλά από την ανωτέρω αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε για συγκάλυψη της μη εκτελέσεως αυτής. Συνεπώς η εν λόγω αξίωση, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν είναι εξ εκείνων που υπόκεινται στην ανωτέρω βραχυχρόνια παραγραφή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η κατηγορούμενη, με αποτέλεσμα, κατά τα εκεί εκτεθέντα, να μην έχει υποκύψει μέχρι της ασκήσεώς της (δήλωση παραστάσεως στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγουσας στις 5.5.2006), από της γνώσεως της πράξεως και του υπαιτίου αυτής στις 29.5.2001, στην ως άνω βραχυχρόνια παραγραφή, και έτσι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομιμοποιείται ενεργητικώς σε άσκηση της πολιτικής αγωγής, ο δε ισχυρισμός της κατηγορούμενης για αποβολή της από την ποινική διαδικασία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά το διατακτικό».
Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, με το να δεχθεί ότι η ηθική βλάβη που υπέστη η πολιτικώς ενάγουσα προέρχεται από την πράξη της πλαστογραφίας της εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή, που δεν αφορούσε την πολιτικώς ενάγουσα, πλαστογραφία που κατά την κατηγόρια έπραξε η κατηγορουμένη, όχι κατά την εκτέλεση της δοθείσας από την πολιτικώς ενάγουσα εντολής συντάξεως και επιδόσεως εξωδίκου προς αντίδικό της εταιρεία, αλλά που τελέστηκε (η πλαστογραφία) για συγκάλυψη της μη εκτελέσεως της δοθείσας εντολής και επομένως η ασκηθείσα πολιτική αγωγή δεν υπόκειται στην ως άνω βραχυχρόνια εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 73 παρ. 5 του Εισ. Ν. ΚΠολΔ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω διάταξη και εσφαλμένα περαιτέρω απέρριψε τις ως άνω προβληθείσες αντιρρήσεις της κατηγορούμενης, αφού σύμφωνα με την κατηγορία και τις παραπάνω παραδοχές η πλαστογραφία εκ μέρους της κατηγορούμενης δικηγόρου, της με αριθμό 10314/6.3.2008 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ν.Κ., άσχετης μεν προς τη δοθείσα σε αυτήν εντολή συντάξεως και επιδόσεως εξωδίκου διαμαρτυρίας σε αντίδικο της πολιτικώς ενάγουσας εταιρεία πωλήσεως ελαττωματικού αυτοκινήτου, πλην όμως νοθευθείσας από την κατηγορούμενη εντολοδόχο δικηγόρο και παραδόσεώς της στην άνω εντολέα, στο πλαίσιο και επ΄ ευκαιρία της εντολής αυτής, ακριβώς για να την παραπλανήσει λέγοντάς της, αυτό που προέκυπτε από τη νόθευση, ότι δηλαδή πρόκειται για έκθεση επιδόσεως εξωδίκου της πολιτικώς ενάγουσας προς την αντίδικό της εταιρεία. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της από 26.3.2003 μηνύσεως της πολιτικώς ενάγουσας, που παραδεκτά επισκοπείται λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι η εγκαλούσα είχε λάβει γνώση της εν λόγω πλαστογραφίας από 29.5.2001 και είχεν επομένως προ πολλού παρέλθει το άνω εξάμηνο που μπορούσε να ασκήσει αγωγή κατά της εντολοδόχου δικηγόρου της.
Συνακόλουθα, ο σχετικός πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Ε ΚΠοινΔ, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού περιέχει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραδεκτό λόγο και η ασκηθείσα από 8.4.2008 αίτηση αναιρέσεως, και με τον οποίο προβάλλονται οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παράνομης παράστασης πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο, αλλά και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 73 παρ. 5 του Εισ.Ν.ΚΠολΔ, ως προς την απόρριψη του αιτήματος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αποβολή της πολιτικής αγωγής, είναι βάσιμος. Επομένως, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά την αναιρεσείουσα κατηγορούμενη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοιΔ).
Κατά το άρθρο 469 ΚΠοινΔ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορούμενου εξαρτάται σύμφωνα με τον νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορούμενους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σε αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Στην προκειμένη υπόθεση, εφόσον κατά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως της Ε.Τ. αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση για παρά το νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής, ήτοι για λόγο που δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτής, πρέπει να ωφεληθεί και να έχει η αναίρεση αυτής επεκτατικό αποτέλεσμα και για την αναιρεσείουσα Α.Γ., που καταδικάστηκε για τέλεση της ίδιας ως άνω πλαστογραφίας από κοινού και που η αναίρεση της οποίας κατά της αυτής αποφάσεως απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω, ως ανυποστήρικτη.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved