(ΜΑΪΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2016 - ÔÅÕ×ÏÓ 89)
Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 417/2016
Τμήμα: Τμήμα Α’
Πρόεδρος: Πρόεδρος: Α. Γκότσης, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Εισηγήτρια: Στ. Κτιστάκη, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Ι. Κούρτοβικ, Γ. Αναστασιάδου
Έκταση εξουσίας του δικαστηρίου που δικάζει.
Άρθρα 57 π.δ. 18/1989, 9 ν. 2187/1994, 1 ΠΠΠ, 6 ΕΣΔΑ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι το δικάσαν εφετείο στήριξε αποκλειστικά την απόφασή του στην κρίση ότι η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 2187/1994 είχε αναδρομική ισχύ, ως γνησίως ερμηνευτική, χωρίς να εξετάσει το λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας ότι η αναδρομική κατάργηση του νομοθετικού καθεστώτος που ίσχυε έως τη δημοσίευση του ν. 2187/1994 αντίκειται προς το άρθρο 1 του ΠΠΠ καθώς και προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 20 και 26 του Συντάγματος, δεδομένου ότι με την από 22.12.1992 αρχικώς υποβληθείσα αίτησή της προς το αναιρεσίβλητο Ίδρυμα η αναιρεσείουσα είχε θεμελιώσει δικαίωμα αναγνωρίσεως προϋπηρεσίας και προσδοκία για λήψη συντάξεως γήρατος.
11. Επειδή, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν εφετείο απέρριψε ως αλυσιτελώς προβαλλομένους τους ως άνω λόγους εφέσεως της αναιρεσείουσας περί αντιθέσεως της διατάξεως του άρθρου 9 του ν. 2187/1994 για την αναδρομικότητα των ρυθμίσεών της προς τα άρθρα 1 του ΠΠΠ και 6 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, θεωρώντας ότι, εφόσον με την αναιρετική απόφαση κρίθηκε ότι ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση η έχουσα αναδρομική ισχύ διάταξη του άρθρου 9 του ν. 2187/1994, το δικάσαν εφετείο όφειλε να εφαρμόσει την έχουσα αναδρομική ισχύ ως άνω διάταξη και δεν μπορούσε να αποστεί από την εφαρμογή της με την αιτιολογία ότι η αναδρομική αυτή διάταξη αντίκειται προς τους εν λόγω υπερκείμενους κανόνες δικαίου. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, είναι νομίμως αιτιολογημένη. Τούτο δε διότι, εφόσον με την 1361/2008 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε πράγματι ότι η έχουσα αναδρομική ισχύ διάταξη του άρθρου 9 του ν. 2187/1994 ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση και, συνεπώς, κρίθηκε σιωπηρώς το αυτεπαγγέλτως εξεταστέο από το δικαστήριο ζήτημα της συμβατότητάς της προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου, το δικάσαν εφετείο επιληφθέν μετ’ αναίρεση είχε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 8, πρωτίστως την υποχρέωση να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή που κρίθηκε εφαρμοστέα με την αναιρετική απόφαση, αποδίδοντας σ’ αυτήν την ίδια ακριβώς έννοια που της απέδωσε και το Συμβούλιο της Επικρατείας και δεν μπορούσε να αποστεί από το κριθέν τούτο ζήτημα και να αρνηθεί την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, λόγω τυχόν αντιθέσεώς της προς τα άρθρα 1 του ΠΠΠ και 6 της ΕΣΔΑ. Επομένως, οι προβληθέντες ενώπιον του δικάσαντος εφετείου λόγοι περί μη συμφωνίας του άρθρου 9 του ν. 2187/1994 προς τις ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ήσαν απαράδεκτοι και, ως εκ τούτου, ορθώς απορρίφθηκαν χωρίς να εξεταστούν από το διοικητικό εφετείο, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου λόγων αναιρέσεως. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ο. Ζύγουρα, στη γνώμη της οποίας προσχώρησε η Πάρεδρος Στ. Κτιστάκη, οι οποίες διατύπωσαν την άποψη ότι το δικάσαν εφετείο δεσμευόταν και δεν μπορούσε να αποστεί μόνον από την κρίση του αναιρετικού δικαστηρίου περί της αναδρομικότητας της ως άνω διατάξεως του άρθρου 9 του ν. 2187/1994. Δεν αποτελούσε, όμως, κριθέν ζήτημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού αυτό δεν αποφάνθηκε σχετικώς με την αναιρετική του απόφαση, το ζήτημα της συμβατότητας της διατάξεως αυτής προς τα άρθρα 1 του ΠΠΠ και 6 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, το δικάσαν εφετείο ώφειλε εν προκειμένω να αντιμετωπίσει τον ρητώς προβληθέντα λόγο εφέσεως περί αντιθέσεως της ως άνω διατάξεως του άρθρου 9 του ν. 2187/1994 προς αυτές των άρθρων 1 του ΠΠΠ και 6 της ΕΣΔΑ, μη κωλυόμενο από την 1361/2008 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού αυτή δεν είχε κρίνει επί του ζητήματος αυτού. Τούτο δε, δοθέντος και του ότι η αναιρεσείουσα, με το από 29.6.2009 υπόμνημά της ενώπιον του δικάσαντος εφετείου παραδεκτώς –κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 8– έθεσε υπόψη του δικαστηρίου αυτού απόφαση του ΕΔΔΑ (της 19.6.2008, Ιχτιγιάρογλου κατά Ελλάδος), με την οποία κρίθηκε ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ εμπίπτει και η νόμιμη προσδοκία αποκτήσεως περιουσιακού δικαιώματος, όταν η προσδοκία αυτή έχει επαρκή βάση στο εσωτερικό δίκαιο, όπως σε περίπτωση που επιβεβαιώνεται από πάγια νομολογία των δικαστηρίων. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο δεν απήντησε επί του ως άνω λόγου εφέσεως και, για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινομένη αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση.
(Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης)