Νομολογία - διοικητικά

(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016 - ÔÅÕ×ÏÓ 87) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ Ολ. 3369/2015 Τμήμα: - Πρόεδρος: Σ. Ρίζος, Πρόεδρος του ΣτΕ Εισηγητής: Π. Καρλή, Σύμβουλος
Συνταγματική η εκτέλεση πειθαρχικής αποφάσεως περί επιβολής ποινής οριστικής παύσεως δημοσίου υπαλλήλου εάν δεν δικασθεί εντός εξαμήνου από το ΣτΕ η κατ’ αυτής προσφυγή.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 103 παρ. 4 Σ, 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007, 42 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Με την παράγραφο 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος θεσπίζονται ως εγγυήσεις προστασίας των δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), σε περίπτωση υποβιβασμού ή οριστικής παύσεως αυτών, πρώτον η προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημόσιους υπαλλήλους και δεύτερον η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των σχετικών αποφάσεων των συμβουλίων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο κρίνει τις υποθέσεις κατά τον νόμο και την ουσία. Από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις δεν δύναται να συναχθεί ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής καθώς και η άσκηση αυτής, κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων για τον υποβιβασμό ή την οριστική παύση δημόσιων υπαλλήλων, αναστέλλεται η εκτέλεση των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων, ώστε να κωλύεται η λύση της υπηρεσιακής σχέσης των υπαλλήλων μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της ασκηθείσης προσφυγής.


Απόκειται συνεπώς στον κοινό νομοθέτη, κατά το Σύνταγμα, να ορίσει εάν η προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Επομένως, εάν ο κοινός νομοθέτης θεσπίσει ρύθμιση, κατά την οποία η προθεσμία άσκησης της προσφυγής καθώς και η άσκηση της προσφυγής δεν έχουν ή έχουν περιορισμένο χρονικά ανασταλτικό αποτέλεσμα, ή σε περίπτωση σιωπής αυτού, ο ενδιαφερόμενος έχει την, κατά τη γενικώς ισχύουσα νομοθεσία, προσωρινή δικαστική προστασία κατά της πράξεως της αρμόδιας κρατικής αρχής ή αρχής ΝΠΔΔ. Εν όψει των ανωτέρω η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 (ΥΚ) όπως ίσχυε εν προκειμένω, η οποία προβλέπει την εκτέλεση της πειθαρχικής αποφάσεως περί επιβολής ποινής οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού όταν η κατ’ αυτής προσφυγή ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εκδικασθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την άσκησή της δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, στην εν λόγω ειδική περίπτωση δεν είναι εφαρμοστέα η προαναφερθείσα γενική διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Δ. Μακρής, ο οποίος υποστήριξε τη γνώμη ότι ναι μεν ο νομοθέτης μπορεί, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, να προβλέψει την εκτέλεση της αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου περί παύσεως ή υποβιβασμού δημοσίου υπαλλήλου μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης από τον νόμο προθεσμίας εκδικάσεως της σχετικής προσφυγής του υπαλλήλου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η σχετική όμως νομοθετική πρόβλεψη θα πρέπει να εναρμονίζεται προς τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις. Στο πλαίσιο αυτό η προθεσμία αυτή πρέπει να είναι εύλογη, ώστε να διασφαλίζεται η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στον προσφεύγοντα. Εν προκειμένω, όμως, κατά την τελευταία γνώμη, η προθεσμία των έξι μηνών, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007, είναι υπέρμετρα σύντομη και συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος του προσφεύγοντος για αποτελεσματική δικαστική προστασία.


Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. 33/8.12.2005 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως για τη διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, της χρησιμοποιήσεως της υπαλληλικής ιδιότητας προς εξυπηρέτηση συμφερόντων της ίδιας ή τρίτων και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής η αιτούσα άσκησε την από 5.7.2007 (αριθ. κατάθ. 4639/6.7.2007) προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο Διοικητής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με την υπ’ αριθ. Φ00/13166/6/24.1.2008 (Γ΄ 87/2008) πράξη του αποφάσισε τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως της αιτούσης, κατά το άρθρο 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 (ΥΚ), για τον λόγο ότι δεν είχε εκδικασθεί η προσφυγή της κατά της ανωτέρω υπ’ αριθ. 33/8.12.2005 αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Συμβούλιο της Επικρατείας εντός προθεσμίας έξι μηνών από την κατάθεση αυτής, στις 6.7.2007. Κατά της τελευταίας πράξεως απολύσεώς της η αιτούσα άσκησε την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα της εφαρμοσθείσης διατάξεως. Σύμφωνα όμως με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί, η εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο δε ειδικότερος ισχυρισμός της αιτούσης ότι η πάροδος του χρονικού διαστήματος της εκ του νόμου αναστολής εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως, χωρίς την εκδίκαση εντός αυτού της ασκηθείσης κατ’ αυτής προσφυγής, οφειλομένη στον φόρτο του Δικαστηρίου και όχι στη στάση του υπαλλήλου, καθιστά ουσιαστικώς την επίμαχη διάταξη ανενεργή και, τελικώς, αντισυνταγματική είναι, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά τα προεκτεθέντα, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει εκ του Συντάγματος υποχρέωση αναβολής εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως αλλά είναι ελεύθερος να θεσπίσει ή μη μια τέτοια αναβολή καθώς και να ορίσει ελεύθερα τον χρόνο της τυχόν εκτελέσεως της οριστικής παύσεως του υπαλλήλου, ο οποίος, πάντως, έχει την δυνατότητα να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της πράξεως, με την οποία απολύεται από την υπηρεσία σύμφωνα με τις πάγιες δικονομικές διατάξεις. Κατόπιν των ανωτέρω, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
(Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως)

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved