Νομολογία - ποινικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005 - ÔÅÕ×ÏÓ 34) Αριθμός απόφασης: 1661/2005 Τμήμα: Ε΄ (Ποιν.) ΑΠ Εισηγητής: Γ. Ναυπλιώτης
Εκβίαση· απόπειρα εκβίασης· Αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων εσφαλμένη ερμηνεία· εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης· εκ πλαγίου παράβαση- Όπλα δεν είναι το περίστροφο κρότου-αερίου, εφόσον τούτο δεν αποτελεί απομίμηση πυροβόλου.
42 και 385 ΠΚ, 93 παρ. 3Συντ., 139 και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ, 1 και 7 Ν. 2168/1993.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επειδή από το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης και γ) ο σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος.

Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νόμιμης απαίτησης εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, παρουσιαζόμενη ως άξια μομφής. Αν η απειλή δεν επέφερε το σκοπούμενο αποτέλεσμα του εξαναγκασμού σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του απειλούμενου ή την επέλευση ζημίας στην περιουσία αυτού ή άλλου, το έγκλημα της εκβίασης δεν ολοκληρώνεται, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ, υπάρχει απόπειρα εκβίασης, δηλαδή πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της. Εξάλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν περιέχονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ’ αυτά. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 2168/1993, στα όπλα που προβλέπονται απ’ αυτές δεν υπάγεται το περίστροφο κρότου-αερίου, εφόσον τούτο δεν αποτελεί απομίμηση πυροβόλου όπλου και συνεπώς δεν απαγορεύεται κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου νόμου η κατοχή τούτου και δεν υπόκειται ο κάτοχός του στις από το άρθρο 7 παρ. 8 εδ. α΄ του νόμου αυτού προβλεπόμενες ποινές.

Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόβαση κηρύχθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ένοχος του ότι κατά τον αναφερόμενο τόπο και χρόνο κατείχε, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, όπλο και δη ένα περίστροφο κρότου- διαμ. 9 ΜΜ θαλάμης του βυκίου με δυνατότητα μετατροπής του σε πυροβόλο όπλο με διάνοιξη της κάννης και των θαλάμων του. Όμως, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνεται ότι το ως άνω περίστροφο κρότου-αερίου, που κατείχε ο κατηγορούμενος, αποτελούσε, εκτός των άλλων, και απομίμηση (Replica) πυροβόλου όπλου, ώστε με τη συνδρομή και του στοιχείου αυτού να δύναται αυτό να χαρακτηρισθεί όπλο, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. ε΄ του Ν. 2168/1993. Με το να δεχτεί συνεπώς το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι το ως άνω περίστροφο κρότου-αερίου απετέλει όπλο, χωρίς να διαλάβει την προς τούτο κατά τα άνω απαιτούμενη συνδρομή και του στοιχείου της απομίμησης πυροβόλου όπλου, να δεχτεί παραπέρα ότι με τη συνδρομή μόνο των λοιπών απαιτούμενων ως άνω νόμιμων προϋποθέσεων η κατοχή του ως άνω όπλου ήταν απαγορευμένη και να κηρύξει τον αναιρεσείοντα ένοχο αυτής, εσφαλμένως εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 εδ. ε΄ και 7 παρ. 1, 2 και 8 εδ. α΄ του Ν. 2168/1993 και γι’ αυτό πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης και να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά ταύτα δε και λόγω της έλλειψής του για τη στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος απαιτούμενου ως άνω στοιχείου (της απομίμησης πυροβόλου όπλου) πρέπει ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος του εγκλήματος τούτου.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved