Νομολογία - ποινικά

(IΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008 - ÔÅÕ×ÏÓ 47) Αριθμός απόφασης: 1592/2007 Τμήμα: Α΄ (Ποινικό-διακοπών) ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Ε. Νικολόπουλος
Δικαίωμα έφεσης κατά του μέρους απόφασης που αφορά απόδοση ή δήμευση κατασχεθέντων ή πειστηρίων, σε ποιους παρέχεται. Δικαίωμα παροχής προστασίας από το δικαστήριο, περιλαμβάνεται στο δικαίωμα για δίκαιη δίκη.



Άρθρα: 492, 310 παρ. 2, 373, 463, 476 παρ. 2, 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ, 20 παρ. 1, 28 Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Κατά το άρθρο 492 του ΚΠΔ «κατά του μέρους κάθε απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων ή δήμευση, επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον τρίτον του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση. Από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως αυτής και το συνδυασμό της με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 2, 373 και 463 του ίδιου Κώδικα προκύπτει με σαφήνεια ότι δικαίωμα εφέσεως κατά του μέρους της απόφασης που αφορά απόδοση ή δήμευση κατασχεθέντων ή πειστηρίων παρέχεται εκτός από τους διαδίκους και στον τρίτον, του οποίου τις αξιώσεις επ' αυτών έκρινε η απόφαση και δη αδιαφόρως αν αυτός είχε παρέμβει ή όχι στην πρωτόδικη δίκη και προέβαλε κατ' αυτήν τις αξιώσεις του επί των δημευθέντων αντικειμένων. Εκδοχή κατά την οποίαν η παράσταση του τρίτου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η υποβολή σ' αυτό των αξιώσεών του που κρίθηκαν από την εκκαλούμενη συνιστά όρο του παραδεκτού του ασκουμένου από αυτόν ενδίκου μέσου, δεν ευρίσκει έρεισμα στο νόμο (άρθρο 492 ΚΠΔ), ο οποίος το παραδεκτό του παρεχόμενου ενδίκου μέσου της εφέσεως δεν εξαρτά από την παρέμβαση του τρίτου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου, η υιοθέτηση της παραπάνω εκδοχής αντιβαίνει στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, με το οποίο αναγνωρίζεται το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προστασίας από το δικαστήριο, αλλά αντιβαίνει και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος με το οποίο αναγνωρίζεται το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια. Τούτο δε, διότι η παραδοχή της άποψης αυτής επάγεται στέρηση του τρίτου από το δικαίωμά του προς άσκηση ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως, η οποία έκρινε ερήμην επί των αξιώσεών του επί των δημευθέντων πραγμάτων, χωρίς αυτός να κληθεί και να ακουσθεί. Εξάλλου κατά το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνον αναίρεση. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης με βάση την οποίαν απορρίφθηκε η έφεση ως απαράδεκτη και ως λόγος αναιρέσεως προβάλλεται η αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ του ΚΠΔ) με την αιτίαση ότι παρά το νόμο κρίθηκε αυτή απαράδεκτη. Όταν, συνεπώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να δεχθεί κατά τύπους την έφεση του τρίτου κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως που διέταξε τη δήμευση των κατασχεθέντων αντικειμένων, επί των οποίων προβάλλει αυτός αξιώσεις και να προβεί στην κατ' ουσίαν εξέταση της υποθέσεως, την απορρίπτει ως απαράδεκτη, με την παραδοχή ότι ο εκκαλών δεν παρενέβη στην πρωτόδικη δίκη, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved