Νομολογία - διοικητικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005 - ÔÅÕ×ÏÓ 34) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 1986/2005 Τμήμα: Ολομέλεια Πρόεδρος: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος ΣτΕ
Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των φύλων, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι, κατ’εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίσθηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (Αντίθ. μειοψ.).
-
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
5. Επειδή η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποχρεώνει το νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν διαπιστώνουν ότι εις βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών να καταλήγει σε μία κατ’ επίφαση μόνον ισότητα, ενώ, ουσιαστικά, παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσωπευομένου φύλου και ιδίως των γυναικών θετικά μέτρα που είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες εώς ότου εγκαθιδρυθεί μία πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σ’ αυτή. Εξ άλλου, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και, γενικότερα, να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στα διάφορα επαγγέλματα και, συνεπώς, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Περαιτέρω όμως ο συντακτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητας των φύλων. Μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή, τουλάχιστον, να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου άλλωστε ότι δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται, κατ’ αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (Εννοεί της Οδηγίας 76/207 ΕΟΚ). Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την ως άνω αρχή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι, κατ’ εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο αυτόν ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίσθηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου του Δικαστηρίου Χ. Γεραρή και των Συμβούλων Γ. Παναγιωτόπουλου, Ν. Ντούβα, Σ. Καραλή, Ν. Σκλία, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλια, Α. Συγγούνα, Ειρ. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκη, Α. Καραμιχαλέλη και Α.-Γ. Βώρου, …συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με τη νέα αυτή συνταγματική διάταξη που αντικατέστησε πλήρως κατά το περιεχόμενό της την προϊσχύουσα, θέλησε αφενός μεν να θεσπίσει τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ ενός φύλου και ιδίως των γυναικών για την προώθηση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, αφετέρου δε να καταργήσει την προϊσχύουσα διάταξη, κατά το μέρος αυτής που επέτρεπε αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων «για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Συνεπώς, μετά την κατάργηση της προϊσχύουσας διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος…, τα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύουν, δεν προβλέπουν κανένα περιορισμό στην άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ισότητας των δύο φύλων ούτε επιφυλάσσουν στο νομοθέτη την αρμοδιότητα να θέτει τέτοιους περιορισμούς. Ενόψει αυτών, οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος, που προβλέπει ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα «πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού», αφενός μεν προβλέπουν ρητώς τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών για την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, αφετέρου δε απαγορεύουν κάθε απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα παραπάνω επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκησή τους. Επομένως, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν έγινε χρήση από τον Έλληνα συντακτικό νομοθέτη της ευχέρειας που παρέχει η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ στα Κράτη- μέλη να εισάγουν εξαιρέσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, αρχή που θεσπίζουν η παρ. 1 του άρθρου 3 της ανωτέρω οδηγίας και η παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος. Η ερμηνεία αυτή συνεπάγεται για τον κοινό και τον κανονιστικό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει εκάστοτε τα προσιδιάζοντα για την άσκηση συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και να επιτρέπει την πρόσβαση στο επάγγελμα, αδιακρίτως φύλου, όλων εκείνων των υποψηφίων που συγκεντρώνουν τα προσόντα αυτά.

6. Επειδή στο άρθρο 1 του ν. 2622/1998 (Α' 138), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του ν. 2838/2000 (Α' 179) και το άρθρο 78 παρ. 1 του ν. 2910/2001 (Α' 91 ), ορίζονται τα εξής: «1. Στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης συνιστώνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, κεντρική και περιφερειακές Αστυνομικές Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης και Δίωξης Λαθρομετανάστευσης με αποστολή την αποτροπή παράνομης εισόδου αλλοδαπών στη χώρα, τον εντοπισμό και τη σύλληψη των παρανόμως εργαζομένων ανά την επικράτεια και την παραπομπή τους στη δικαιοσύνη ή την επαναπροώθηση αλλοδαπών καθώς και τον εντοπισμό και τη σύλληψη προσώπων που διευκολύνουν την παράνομη είσοδο και εργασία αλλοδαπών και την παραπομπή τους στη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 2. Υπηρεσίες συνοριακής φύλαξης και δίωξης λαθρομετανάστευσης μπορεί να ιδρύονται κυρίως σε παραμεθόριους και όμορους αυτών νομούς ή σε νησιά που βρίσκονται εγγύς των θαλασσίων συνόρων της χώρας, καθώς και σε οποιονδήποτε άλλο νομό παρατηρείται αυξημένη παράνομη εγκατάσταση και απασχόληση αλλοδαπών. Η ίδρυση, η οργάνωση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης και Δίωξης Λαθρομετανάστευσης καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που προτείνεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης». Εξ άλλου, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Οι Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης στελεχώνονται η μεν κεντρική από αστυνομικό και πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, οι δε περιφερειακές από αστυνομικό προσωπικό και συνοριακούς φύλακες, χωρίς αύξηση των οργανικών θέσεων του αστυνομικού και πολιτικού προσωπικού. 2. Οι Συνοριακοί Φύλακες αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, το οποίο προσλαμβάνεται με σχέση δημοσίου δικαίου επί διετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται μέχρι τη συμπλήρωση 35ετούς υπηρεσίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους. Το εν λόγω προσωπικό διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και δεν εφαρμόζονται γι’ αυτό οι διατάξεις για τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 3 του ν. 1481/1984 (Α' 152) εφαρμόζονται και στους Συνοριακούς Φύλακες ως προς την άσκηση των ειδικών καθηκόντων τους». Επίσης, στην παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2622/1998, όπως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν από την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2838/2000, ορίζονται τα εξής: «Για την εκπλήρωση της κατά το άρθρο 1 αποστολής των ως άνω Υπηρεσιών, η φύση και οι ιδιαιτερότητες της οποίας απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, προσλαμβάνονται ως Συνοριακοί Φύλακες με σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια) Έλληνες πολίτες σε ποσοστό 90% άνδρες που έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και δεν έχουν υπερβεί το 32ο έτος της ηλικίας τους και σε ποσοστό 10% γυναίκες που δεν έχουν υπερβεί το 26ο έτος της ηλικίας τους. Οι συνοριακοί φύλακες προσλαμβάνονται για κάθε νομό ή νησί ξεχωριστά, από υποψηφίους που κατοικούν την τελευταία διετία ή κατοικούσαν από της γεννήσεώς τους και μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας στο συγκεκριμένο νομό ή νησί, όπου λειτουργούν ή πρόκειται να λειτουργήσουν Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης και κατά προτίμηση ή αποκλειστικά στις περιοχές αυτών, που περιλαμβάνονται στην τοπική αρμοδιότητα των εν λόγω Υπηρεσιών. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζεται κάθε φορά ο αριθμός των προσλαμβανομένων συνοριακών φυλάκων από κάθε νομό ή νησί ή από ορισμένες περιοχές αυτών». Περαιτέρω, η μεν διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 311/1998 (Α' 215), επαναλαμβάνοντας διατάξεις της παραπάνω παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2622/1998, όρισε ότι: «Ως Συνοριακοί Φύλακες προσλαμβάνονται Έλληνες πολίτες σε ποσοστό 90% άνδρες που έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και δεν έχουν υπερβεί το 32ο έτος της ηλικίας τους και σε ποσοστό 10% γυναίκες που δεν έχουν υπερβεί το 26ο έτος της ηλικίας τους», η δε διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου διατάγματος, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 του π.δ. 371/1998 (Α' 253), όρισε τα εξής: «Ο αριθμός των προσλαμβανομένων εκάστοτε συνοριακών φυλάκων από κάθε Νομό, όπου έχουν συσταθεί ή πρόκειται να συσταθούν Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης καθορίζεται κατά φύλο και κατηγορία υποψηφίων με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (άρθρο 3 Ν. 2622/98)». Ακόμη, με το π.δ/γμα 310/1998 (Α' 215) ιδρύθηκαν τμήματα συνοριακής φύλαξης στην κεντρική και σε περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και καθορίστηκαν οι αρμοδιότητες και η οργάνωσή τους. Τέλος, στο άρθρο 1 της 7002/2/132/25.5.2001 απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με τον τίτλο «Καθορισμός του αριθμού των προσλαμβανομένων συνοριακών φυλάκων από κάθε νομό» (Β' 647), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της παραπάνω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2622/1998, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2838/2000, ορίζεται ότι: «Ο αριθμός των Συνοριακών Φυλάκων που θα προσληφθούν από καθένα από τους νομούς Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων για τη στελέχωση των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης που λειτουργούν ή πρόκειται να λειτουργήσουν, καθορίζονται ως εξής : α. Από το νομό Θεσσαλονίκης τετρακόσιοι πενήντα (450), εκ των οποίων τετρακόσιοι πέντε (405) άνδρες και σαράντα πέντε (45) γυναίκες, β. Από το νομό Ιωαννίνων . . . τριάντα πέντε, εκ των οποίων τριάντα ένα (31) άνδρες και τέσσερις (4) γυναίκες».

7. Επειδή οι πιο πάνω διατάξεις του πρώτου και του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2622/1998, όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2838/2000, και οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του π.δ. 311/1998, όπως το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 371/1998, οι οποίες, κατά το μέρος που προβλέπουν την κατανομή των θέσεων των εκάστοτε προσλαμβανομένων συνοριακών φυλάκων κατά φύλο, επαναλαμβάνουν κατ’ ουσία τις παραπάνω ρυθμίσεις της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2622/1998, θεσπίζουν κατά παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκησή τους, περιορισμούς, υπό τη μορφή ποσοστώσεων εις βάρος των γυναικών, κατά την πρόσληψη συνοριακών φυλάκων στις Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη, οι ανωτέρω διατάξεις που θεσπίζουν ποσοστώσεις αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού εισάγουν αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων χωρίς να λαμβάνουν υπόψη και να συνεκτιμούν συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια. Ειδικότερα, ενόψει των ποικίλων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης και των συνοριακών φυλάκων, αντιστοίχως, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 2622/1998, καθώς και των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τα καθήκοντα αυτά μπορεί να ασκούνται, δηλαδή άλλοτε υπό συνθήκες μικρότερης και άλλοτε μεγαλύτερης έντασης ή βίας, «η αποστολή των παραπάνω υπηρεσιών» και «η φύση και οι ιδιαιτερότητες» αυτής, οι οποίες «απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα» (βλ. το πιο πάνω άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2622/1998), δεν αποτελούν, λόγω της γενικότητάς τους, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα να δικαιολογήσουν τις θεσπιζόμενες με τις προαναφερθείσες διατάξεις ποσοστώσεις εις βάρος των γυναικών κατά την πρόσβασή τους στο επάγγελμα του συνοριακού φύλακα και δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να ελέγξει αν το ποσοστό που επιφυλάσσεται στους άνδρες (90%) ανταποκρίνεται πράγματι στις ειδικές δραστηριότητες των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης και στα ειδικά καθήκοντα των συνοριακών φυλάκων, για την άσκηση των οποίων το φύλο αποτελεί παράγοντα αποφασιστικής σημασίας. Τέτοια δε κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα να δικαιολογήσουν τις ανωτέρω ποσοστώσεις δεν προκύπτουν ούτε από την εισηγητική έκθεση του ν. 2622/1998 και τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι ως άνω διατάξεις που θεσπίζουν ποσοτικούς περιορισμούς υπό μορφή ποσοστώσεων εις βάρος των γυναικών κατά την πρόσβασή τους στο επάγγελμα του συνοριακού φύλακα αντιβαίνουν στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι για το λόγο αυτόν ανίσχυρες.

Κατά την ειδικότερη γνώμη του Προέδρου και των μελών του Δικαστηρίου, που υποστήριξα την μη κρατήσασα ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων, οι προεκτεθείσες διατάξεις είναι σε κάθε περίπτωση αντισυνταγματικές για το λόγο και μόνον ότι εισάγουν, υπό τη μορφή ποσοστώσεων, αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση σε επάγγελμα, η θέσπιση των οποίων απαγορεύεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως η δεύτερη από αυτές ισχύει μετά την αναθεώρησή της. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους και Γ. Παπαγεωργίου, κατά τη γνώμη των οποίων οι ανωτέρω ποσοστώσεις είναι συνταγματικά θεμιτές, δεδομένου ότι προβλέπονται από ειδική διάταξη του ν. 2622/1998 και προκύπτει σαφώς από το νόμο αυτό και την εισηγητική του έκθεση ότι αυτές θεσπίσθηκαν με βάση συγκεκριμένο και πρόσφορο κριτήριο, δηλαδή τη φύση της αποστολής των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης που συνίσταται κυρίως στην καταδίωξη και σύλληψη λαθρομεταναστών υπό ιδιαιτέρως δυσμενείς συνθήκες (δράση σε δύσβατες περιοχές, εναλλασσόμενο καθ’ όλο το 24ωρο ωράριο κ.λπ.) και απαιτεί ένα πολύ υψηλό ποσοστό του προσωπικού των υπηρεσιών αυτών να διαθέτει ιδιαίτερα σωματικά και φυσικά προσόντα (μυϊκή δύναμη, ταχύτητα, αντοχή), τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, διαθέτουν κατά κανόνα σε μεγαλύτερο βαθμό οι άνδρες.
(Δέχεται την αίτηση και ακυρώνει την πράξη).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved