Νομολογία - ποινικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007 - ÔÅÕ×ÏÓ 42) Αριθμός απόφασης: 1693/2006 Τμήμα: Τμήμα Β΄(Ποιν.) διακοπών ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Δ. Γιαννακόπουλος
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Ποιος δικαιούται να υποβάλει έγκληση. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Άρθρα: 79 παρ. 1 και 5 ν. 5960/1933, ν. 2408/1996, ν. 2721/1999, 118 παρ. 1 ΠΚ, 914 ΑΚ, 510 παρ. 1, στοιχ. Ε΄ Κ.Π.Δ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή και δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η αξιόποινη αυτή πράξη διωκόταν αρχικά αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά την ισχύ (από 4.6.1996) του Ν. 2408/1996, ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄ ότι προστίθεται στο άρθρο 79 Ν. 5960/1933, παράγραφος 5, κατά την οποία «η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε». Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 22 του Ν. 2721/1999 προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παράγραφο 5, κατά το οποίο «για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται, αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου», ενώ στην παρ. 2 εδάφ. α΄ του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι «αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1γ του άρθρου 4 του Ν. 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά».
Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι δικαιούχος της έγκλησης μπορεί να είναι μόνον ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή και όχι οποιοσδήποτε άλλος που έγινε κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής, καθόσον ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος είναι εκείνος της εμφανίσεως της επιταγής και η έγκληση χορηγείται στον παθόντα κομιστή που την εμφανίζει και διαπιστώνεται η αδυναμία ικανοποίησής του, λόγω της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη. Η λύση αυτή συμπορεύεται με τη γενική διάταξη του άρθρου 118 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι «το δικαίωμα της έγκλησης ανήκει στον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη». Έτσι, στο εν λόγω έγκλημα αμέσως ζημιωθείς, που δικαιούται και αποζημίωση, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, είναι μόνον ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφανίσεώς της και βεβαιώσεως της μη πληρωμής της (Ολ. ΑΠ 30/2003), ενώ από την πιο πάνω διάταξη της παρ. 5 δεν προκύπτει σαφής βούληση του νομοθέτη να επεκτείνει το δικαίωμα εγκλήσεως και στον εξ αναγωγής υπόχρεο προς πληρωμή, ο οποίος έγινε κομιστής της επιταγής, αφού προηγουμένως την εξόφλησε. Εξ άλλου, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved