Νομολογία - πολιτικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2005 - ÔÅÕ×ÏÓ 30) Αριθμός απόφασης: 17/2005 Τμήμα: ΑΠ Ολομέλεια Πρόεδρος: Γεώργιος Κάπος, Εισηγητής: Δημήτριος Λινός
Κρίνεται αντισυνταγματική η επιβολή ανωτάτου ορίου στην εφάπαξ αποζημίωση αποχώρησης του προσωπικού της ΕΤΒΑ, ως αντικείμενη στο άρθρο 4 παρ. 1 Σ. Μόνη περίπτωση που είναι συνταγματικά επιτρεπτή η εισαγωγή ανωτάτου ορίου στο εφάπαξ βοήθημα είναι όταν αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, δεν σχηματίζεται δηλαδή αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδίως όταν αυτό σχηματίζεται από κοινωνικούς πόρους ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων. Στην προκειμένη περίπτωση το εφάπαξ έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα και είναι ανεπίτρεπτη η επιβολή ανωτάτου ορίου σε αυτό.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο ανώτατου ορίου στο παρεχόμενο από το φορέα εφάπαξ βοήθημα τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το ασφαλιστικό δηλαδή κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδίως κοινωνικοί πόροι ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων (ΑΠ Ολομ. 32/1995, ΑΠ Ολομ. 567/1986). Όταν όμως το κεφάλαιο αυτό σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει επομένως αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν την ίδια εφάπαξ αποζημίωση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κανόνα, ότι το μέγεθος της εφάπαξ αποζημίωσης, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. Η παρεχόμενη στους αποχωρούντες υπαλλήλους της ΕΤΒΑ, από το ΤΑΠ - ΕΤΒΑ, εφάπαξ αποζημίωση, έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού καταβάλλεται από κεφάλαιο που σχηματίζεται αποκλειστικά από εισφορές των εργαζομένων και του εργοδότη. Η εισφορά του εργοδότη, η οποία μάλιστα, μειούμενη από 1.1.1993 κατά το 1/10 ετησίως, μέχρι καταργήσεώς της, έχει καταργηθεί από 1.1.2002, αποτελεί αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, είναι και αυτή ποσοτικά ανάλογη των αποδοχών του εργαζομένου - ασφαλισμένου, όπως και η εισφορά του τελευταίου και δεν μπορεί παρά να εξομοιώνεται, από την άποψη του χαρακτηρισμού της εφάπαξ αποζημίωσης ως ανταποδοτικής ή μη, με την εισφορά του ασφαλισμένου. Κοινωνικοί πόροι δεν προβλέπονται ούτε και ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων, υπό την έννοια της πρόβλεψης και καταβολής αυτών σταθερά και μόνιμα, έτσι ώστε να μπορούν βασίμως να συνυπολογιστούν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, από το οποίο προέρχεται η εφάπαξ αποζημίωση. Ως προβλεπόμενες δε στο άρθρο 30 παρ. 1 εδ. β΄ και γ΄ του Κανονισμού «πρόσοδοι της περιουσίας» και «πας έτερος πόρος» του κλάδου Πρόνοιας, καθώς και οι «τυχόν» χαριστικές ή μη παροχές της Τράπεζας ή τρίτων, προς τον κλάδο Πρόνοιας του Ταμείου, δηλαδή πρόσοδοι, πόροι και χαριστικές ή μη παροχές όχι υπό την ως άνω έννοια της πρόβλεψης και καταβολής αυτών σταθερά και μόνιμα, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο, για το χαρακτηρισμό του βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη. Πολύ περισσότερο, γιατί ουδαμού στις λοιπές διατάξεις του κανονισμού προβλέπονται πρόσοδοι ή έτεροι πόροι ή καταβολές, χαριστικές ή μη. Τέλος και η προβλεπόμενη καταβολή από μέρους της Τράπεζας, αντί του Ταμείου, του ποσού της εφάπαξ αποζημίωσης, στην ειδική περίπτωση των οικειοθελώς αποχωρούντων από την υπηρεσία υπαλλήλων, δεν μπορεί επίσης να αποτελέσει επιχείρημα υπέρ του αντιθέτου, αφού η καταβολή αυτή, προβλεπόμενη και στο άρθρο 35 του Κανονισμού, γίνεται για λογαριασμό του Ταμείου και αποσκοπεί στην ταμειακή διευκόλυνση του τελευταίου, ενώ και το καταβαλλόμενο ποσό είναι πάντως επιστρεπτέο στην Τράπεζα από το Ταμείο. Κατά συνέπεια, η θέσπιση ανώτατου ορίου στην καταβαλλόμενη από το ΤΑΠ - ΕΤΒΑ προς τους αποχωρούντες υπαλλήλους της ΕΤΒΑ εφάπαξ αποζημίωση εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους ή και των δύο, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται αναλογικά μεγαλύτερη, από το ανώτατο όριο, εφάπαξ αποζημίωση, σε σχέση με συναδέλφους τους, οι οποίοι ως εκ του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλότερων αποδοχών τους έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ αποζημίωσης. Η διάκριση δε αυτή, ενόψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος και είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης ισορροπίας που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα, προέρχεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου, έτσι ώστε βασίμως να αναμένεται από αυτόν, και στα πλαίσια της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, η αποχή από κάθε επέμβαση και η προστασία του εν λόγω δικαιώματός του.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved