[…] 3. Επειδή, εξάλλου, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει στο άρθρο 197 παρ. 1 ότι «Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες … αποφάσεις, … ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό. …» και στο άρθρο 5 παρ. 4 ότι «Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και αυτεπαγγέλτως, εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας».
4. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσείουσα προσελήφθη στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο στις 23.12.1985 ως καθαρίστρια με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Στις 13.7.1987 διορίσθηκε σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου κλάδου ΥΕ, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1476/1984. Από την ημερομηνία αυτή υπήχθη στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 1505/1984, ενταγείσα στο μισθολογικό κλιμάκιο 28, ελάμβανε δε μισθό με βάση τον νόμο αυτόν χωρίς προσωπική διαφορά. Η αναιρεσείουσα, με την από 16.6.1992 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε από το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο να της καταβάλει ποσό 2.607.084 δρχ. ως προσωπική διαφορά, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984, δηλαδή ως διαφορά μεταξύ των αποδοχών που της καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.1987 έως 30.6.1992 και εκείνων που έπρεπε να της καταβληθούν κατά το ίδιο διάστημα, επικαλέσθηκε δε προς απόδειξη της αξιώσεώς της την 3388/1990 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία της επιδικάσθηκε διαφορά αποδοχών για την περίοδο από 1.1.1987 έως 31.7.1987. Η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε με την 4030/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι, ναι μεν ως καταβαλλόμενες αποδοχές για τον προσδιορισμό της προσωπικής διαφοράς θεωρούνται, καθ' ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984, εκτός από εκείνες που πράγματι καταβάλλονταν στον μονιμοποιούμενο υπάλληλο κατά τον χρόνο του διορισμού του, και εκείνες που προσδιορίσθηκαν με βάση τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, όμως η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε την 2879/1994 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κατέστη τελεσίδικη η προαναφερθείσα 3388/1990 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, απαραδέκτως για πρώτη φορά με το υπόμνημα, ενώ έπρεπε να την επικαλεσθεί με δικόγραφο προσθέτων λόγων. Ενόψει δε τούτου κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ότι νομίμως υπολογίσθηκε η προσωπική διαφορά που έλαβε η αναιρεσίβλητη κατά την χρονική περίοδο από 1.8.1987 έως 30.6.1992. Κατά της ανωτέρω 4030/1995 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την 1683/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ως απαράδεκτη λόγω μη καταβολής παραβόλου. Κατόπιν τούτου η αναιρεσείουσα άσκησε την από 30.6.1998 νέα αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με το ίδιο αντικείμενο όπως και η κατά τα ανωτέρω απορριφθείσα αγωγή, και επικαλέσθηκε την προαναφερθείσα 2879/1994 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε με την 8646/1999 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς λαμβάνονται υπόψη κατά νόμο μόνον οι αποδοχές που πράγματι καταβάλλονταν στον μονιμοποιούμενο υπάλληλο κατά το χρόνο του διορισμού του με βάση τις διατάξεις του ν. 1476/1984 και, ως εκ τούτου, στην περίπτωση της αναιρεσείουσας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, για τον υπολογισμό της οφειλομένης σ' αυτήν προσωπικής διαφοράς, οι αποδοχές της όπως διαμορφώθηκαν με την ανωτέρω απόφαση του πολιτικού εφετείου, εφόσον αυτή δημοσιεύθηκε μετά τη μονιμοποίησή της. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι με την προαναφερθείσα 4030/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας η έφεση της αναιρεσείουσας είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, κρίθηκε ότι νομίμως υπολογίσθηκε η προσωπική διαφορά που η αναιρεσείουσα έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.1987 έως 30.6.1992, με βάση τις αποδοχές που της καταβάλλονταν κατά τον χρόνο του διορισμού της, και απορρίφθηκε η αγωγή της, με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί ως επιπλέον προσωπική διαφορά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα το ποσό των 2.607.084 δρχ.. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι η κρίση αυτή της ανωτέρω 4030/1995 αποφάσεως του διοικητικού πρωτοδικείου επί της από 16.6.1992 αγωγής της αναιρεσείουσας έχει ισχύ δεδικασμένου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και καταλαμβάνει και την κρινόμενη υπόθεση, δεδομένου ότι το αντικείμενο της νεότερης από 30.6.1998 αγωγής είναι το ίδιο με το αντικείμενο της από 16.6.1992 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η πιο πάνω 4030/1995 τελεσίδικη απόφαση. Με τα δεδομένα
αυτά το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ορθώς, αν και με άλλη αιτιολογία, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση η νεότερη από 30.6.1998 αγωγή της αναιρεσείουσας και για το λόγο αυτό απέρριψε την έφεσή της.
5. Επειδή, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη. Και τούτο διότι, εφόσον, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, με την 4030/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι νομίμως υπολογίσθηκε από το αναιρεσίβλητο Νοσοκομείο η προσωπική διαφορά, που χορηγήθηκε στην αναιρεσείουσα κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.1987 έως 30.6.1992, με βάση τις αποδοχές που της καταβάλλονταν κατά τον χρόνο του διορισμού της, και ότι, ως εκ τούτου, δεν δικαιούται το ζητηθέν με την από 16.6.1992 αγωγή ποσό των 2.607.084 δρχ., από την απόφαση αυτή, η οποία κατέστη τελεσίδικη, κατά τα βεβαιούμενα από το δικάσαν διοικητικό εφετείο, λόγω απορρίψεως ως απαράδεκτης της ασκηθείσης κατ' αυτής εφέσεως της αναιρεσείουσας, παρήχθη δεδικασμένο ως προς το ανωτέρω ουσιαστικό ζήτημα, καθόσον η κρίση του διοικητικού πρωτοδικείου ως προς το ζήτημα αυτό (δηλαδή ως προς το ζήτημα αν νομίμως υπολογίσθηκε η χορηγηθείσα στην αναιρεσείουσα προσωπική διαφορά και αν, ως εκ τούτου, δικαιούται αυτή να λάβει το αιτούμενο ποσό των 2.607.084 δρχ.) μόνο με την ευδοκίμηση της εφέσεως της αναιρεσείουσας κατά της 4035/1995 αποφάσεώς του μπορούσε να ανατραπεί και όχι με την άσκηση άλλης αγωγής με το ίδιο αντικείμενο. Δεν ασκεί δε επιρροή, από της απόψεως του προκύπτοντος από την ανωτέρω 4035/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου δεδικασμένου, το γεγονός ότι η αγωγή της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε για τον λόγο ότι δεν προσκόμισε παραδεκτώς το αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε, κατ' αυτήν, ότι κατά τον χρόνο διορισμού της σε θέση μονίμου υπαλλήλου με βάση τις διατάξεις του ν. 1476/1984 εδικαιούτο αποδοχών υψηλοτέρων εκείνων που πράγματι της καταβάλλονταν. Και τούτο διότι, κατά την έννοια του άρθρου 197 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε περίπτωση απορρίψεως με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αγωγής, λόγω μη αποδείξεως της πραγματικής βάσεως της αξιώσεως, ως εκ της μη προσκομιδής ή μη νόμιμης προσκομιδής αποδεικτικών στοιχείων, δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνον ως προς το αφορών τα αποδεικτικά στοιχεία ζήτημα, αλλά και ως προς το ουσιαστικό ζήτημα, στην απόδειξη του οποίου τα στοιχεία αυτά αποβλέπουν. Αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή από αποφάσεις, με τις οποίες απορρίπτεται ένδικο βοήθημα λόγω μη προσκομιδής ή μη νόμιμης προσκομιδής των απαιτουμένων αποδεικτικών στοιχείων δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα της υπάρξεως ή μη της σχετικής αξιώσεως, αλλά μόνον ως προς το ζήτημα αν προσκομίσθηκαν νομίμως ή όχι αποδεικτικά στοιχεία, θα οδηγούσε στο άτοπο αποτέλεσμα να επαναφέρονται ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας υποθέσεις, με τις οποίες επιδιώκεται η ικανοποίηση της ίδιας αξιώσεως και για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί δικαστική απόφαση, καταστάσα τελεσίδικη, με την επίκληση κάθε φορά νέων αποδεικτικών στοιχείων, κατά καταστρατήγηση των περί δεδικασμένου διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Υπό την ανωτέρω δε έννοια ερμηνευόμενη η διάταξη του άρθρου 197 παρ. 1 του ανωτέρω Κώδικα δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), διότι το προστατευόμενο με τις διατάξεις αυτές δικαίωμα παροχής ένδικης προστασίας από δικαστήρια επιτρεπτώς υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον δεν πρόκειται περί περιορισμών που πλήττουν το εν λόγω δικαίωμα στην ουσία του. Τέτοιον δε επιτρεπτό περιορισμό συνιστά και η απαγόρευση της επαναφοράς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεων, επί των οποίων έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι από την προαναφερθείσα 4030/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών δημιουργήθηκε δεδικασμένο μόνον ως προς το απαράδεκτο της επικλήσεως της 2879/1994 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών με υπόμνημα και όχι ως προς το ζήτημα αν η αναιρεσείουσα δικαιούται πράγματι επιπλέον αποδοχών, ύψους 2.607.084 δρχ., για το επίμαχο χρονικό διάστημα, και ότι η αντίθετη άποψη θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί η αναιρεσείουσα, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για τυπικούς (δικονομικούς) λόγους το δικαίωμα να ζητήσει από τα δικαστήρια να κρίνουν αν δικαιούται να λάβει την επίμαχη προσωπική διαφορά.