Νομολογία - διοικητικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2010 - ÔÅÕ×ÏÓ 62) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 1147/2009 Τμήμα: Τμ. Δ΄ Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Ο. Νικολαράκου, Πάρεδρος
Παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος το ζήτημα αν για την ανάκληση της άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου αρκεί η αμετάκλητη ποινική καταδίκη.
Άρθρα: 5 παρ. 1 Σ, 101, 102, 104 παρ. 2, 375 παρ. 2 ΠΚ, 1 ν. 1963/1991.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης φαρμακοποιού για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, ανακαλείται η άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου που του έχει χορηγηθεί. Για την κατά τα ως άνω δε ανάκληση της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας, δεν απαιτείται να σχετίζεται η διάπραξη του εν λόγω αδικήματος με τη λειτουργία του φαρμακείου, δεδομένου ότι μόνον ως προς τη συκοφαντική δυσφήμιση ορίζεται στο νόμο ότι πρέπει αυτή να αφορά πράξεις που έχουν σχέση με την άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος. Ειδικότερα, κατά την εισαγόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις ρύθμιση, η αμετάκλητη ποινική καταδίκη για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως (ακόμη και για πράξεις που δεν συνδέονται με την άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος), αφενός μεν κωλύει την λήψη αδείας ιδρύσεως φαρμακείου, αφετέρου δε συνιστά λόγο ανακλήσεως τυχόν χορηγηθείσης τέτοιας αδείας. Εξ άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις, ερμηνευόμενες υπό την ανωτέρω έννοια, δεν προσκρούουν στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο, διότι η άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος διά της λειτουργίας φαρμακείου, λόγω της στενής συνδέσεώς του με την προστασία της δημόσιας υγείας, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης κρατικής μέριμνας και ελέγχου. Πρόκειται, δηλαδή, περί ειδικώς ρυθμιζομένου στον νόμο επαγγέλματος, η άσκηση του οποίου προϋποθέτει τη λήψη διοικητικής αδείας, χορηγουμένης βάσει προϋποθέσεων, οι οποίες αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην εμπέδωση της αξιουμένης από την έννομη τάξη στο πρόσωπο του φαρμακοποιού εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας. Η διάπραξη δε του αδικήματος της υπεξαιρέσεως, το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα κατατάσσεται μεταξύ των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, συνιστά, εν όψει της φύσεως και της κατ' αρχήν βαρύτητας του εν λόγω εγκλήματος, διάψευση της κατά τα ως άνω αξιουμένης στο πρόσωπο του φαρμακοποιού εμπιστοσύνης, λαμβανομένων, μάλιστα, υπ' όψιν και των ειδικών υποχρεώσεων που έχουν ανατεθεί στους φαρμακοποιούς στο πλαίσιο του συστήματος φαρμακευτικής περιθάλψεως των ασφαλισμένων των δημοσίων ασφαλιστικών οργανισμών. Εξ άλλου, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του φαρμακοποιού κλονίζεται σε κάθε περίπτωση ποινικής καταδίκης αυτού για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, ακόμη και εάν οι πράξεις που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος δεν τελούνται στο πλαίσιο της λειτουργίας του φαρμακείου. Συνεπώς, με τις επίμαχες ρυθμίσεις, εισάγονται μεν περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών, οι περιορισμοί αυτοί, ωστόσο, αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα στην προστασία της δημόσιας υγείας. Περαιτέρω, οι εν λόγω περιορισμοί είναι συναφείς προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και δεν μπορεί κατ' αρχήν να θεωρηθεί ότι τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τούτο δε ισχύει οπωσδήποτε στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ανάκληση της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου χωρεί (ή η αίτηση χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως φαρμακείου απορρίπτεται) λόγω ποινικής καταδίκης για υπεξαίρεση κακουργηματικής μορφής, όπως είναι η υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ενέχουσα κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (άρθρο 375 παρ. 2 ΠΚ). Παράβαση της αρχής της αναλογικότητας δεν στοιχειοθετείται, εξ άλλου, ούτε εκ του γεγονότος ότι, κατά τις σχετικές διατάξεις, η ίδια επίμεμπτη συμπεριφορά του φαρμακοποιού έχει ως συνέπεια τόσο τον ποινικό κολασμό του όσο και την επιβολή του διοικητικού μέτρου της ανακλήσεως της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας του φαρμακείου του, εν όψει των διαφορετικών σκοπών που υπηρετούνται με τις σχετικές διατάξεις του ποινικού και του διοικητικού δικαίου.
Εν προκειμένω, ο αιτών φαρμακοποιός καταδικάσθηκε αμετακλήτως σε φυλάκιση δύο ετών για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ενέχουσας κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης κατ' εξακολούθηση, αδίκημα το οποίο ετέλεσε διά της ιδιοποιήσεως χρηματικών ποσών που ανήκαν στα ταμειακά αποθέματα του Προμηθευτικού και Παραγωγικού Συνεταιρισμού Φαρμακοποιών Ξάνθης, κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ήταν ταμίας και διαχειριστής του ως άνω Συνεταιρισμού. Συνεπώς, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, συνέτρεχαν, πράγματι, οι προϋποθέσεις για την ανάκληση της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου που του είχε χορηγηθεί, ανεξαρτήτως του ότι το ανωτέρω αδίκημα δεν ετελέσθη στο πλαίσιο της εν στενή εννοία λειτουργίας του φαρμακείου του.
Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη εντός του χρόνου της τριετούς αναστολής που χορηγήθηκε στον αιτούντα, με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, ως προς την εκτέλεση της ποινής της φυλάκισης που του είχε επιβληθεί, και μάλιστα, λίγο πριν συμπληρωθεί ο χρόνος της αναστολής, χωρίς αυτή να αρθεί λόγω διαπράξεως άλλου αδικήματος. Τα ανωτέρω, ωστόσο, δεν ασκούν επιρροή επί του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως. Τούτο διότι, η κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του ν. 1963/1991 ανάκληση της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου λόγω ποινικής καταδίκης του φαρμακοποιού για κάποιο από τα μνημονευόμενα στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου αδικήματα, αποτελεί κατά τα προαναφερθέντα διοικητικό μέτρο, το οποίο λαμβάνεται κατά τις διατάξεις της φαρμακευτικής νομοθεσίας, προς προστασία του συναλλασσομένου με τον εν λόγω φαρμακοποιό κοινού και της δημόσιας υγείας εν γένει, λόγω της διαψεύσεως της εμπιστοσύνης της έννομης τάξεως στο πρόσωπο του φαρμακοποιού που συνεπάγεται η ποινική καταδίκη. Για την ανάκληση, συνεπώς, της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου αρκεί η αμετάκλητη ποινική καταδίκη, ενώ ουδόλως δύναται να συνδεθεί η λήψη του εν λόγω διοικητικού μέτρου με την τύχη της επιβληθείσης ποινής, με το εάν, δηλαδή, η ποινή αυτή έχει ή όχι ανασταλεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του Ποινικού Κώδικα. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό μέτρο της ανακλήσεως της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου δεν εμπίπτει στις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες, για τις οποίες στην παράγραφο 2 του άρθρου 104 του Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι με την υπό κρίση αίτηση ισχυρισμοί, πρέπει να απορριφθούν. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος του τιθεμένου ζητήματος και εν όψει της προηγουμένης νομολογίας του Δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 79/73 Ολ., 3424/76, 3075/84, 5534/95, 1889/01, 1055/03 αλλά και ΣτΕ 972/94, 5284/97, 2903/02 κ.ά.), το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, στην επταμελή σύνθεσή του.

(Απέχει να αποφανθεί οριστικώς. Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος)

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved