Νομολογία - πολιτικά

(ΣΕΠΤΕΜΕΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2010 - ÔÅÕ×ÏÓ 63) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1393/2010 Τμήμα: Α2 Πολιτικό Τμήμα Πρόεδρος: Ρ. Ασημακοπούλου Εισηγητής: Χ. Ζώης
Θεμελιώδης αρχή ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής. Εκδήλωση της θεμελιώδους αυτής αρχής αποτελεί η διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πότε ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Πότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ.

Άρθρα: 562 παρ. 2, 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ .
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται σε όλους τους λόγους αναίρεσης, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο τρόπος προβολής του. Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι ναι μεν η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι όλοι οι νόμοι είναι δημόσιας τάξης. Όμως και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι δεκτοί για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, εφόσον στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος που αυτός προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Με το λόγο αυτό ελέγχεται εάν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, είτε αυτή διατυπώνεται ρητά είτε εξυπονοείται, ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές στη μείζονα πρόταση. Ωστόσο, ελλείψεις στη διατύπωση της μείζονος πρότασης, όπως η μη αναγραφή των νομικών διατάξεων και η μη παράθεση του περιεχομένου τους ή η ανάλυση του νοήματός τους, δεν ιδρύουν το λόγο αυτό, αρκεί δε να υπάρχει κανόνας δικαίου, ο οποίος, με βάση τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, επάγεται την έννομη συνέπεια που αυτό δέχτηκε ως διατακτικό της απόφασής του. Αν το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, για να είναι ορισμένος ο από την ανωτέρω διάταξη λόγος αναίρεσης, δεν αρκεί να αναφέρεται στο αναιρετήριο, το κατά την άποψη του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα του δικαστηρίου, αλλά πρέπει επί πλέον να αναφέρονται οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, υπό τις οποίες και συντελέστηκε η αποδιδόμενη πλημμέλεια, να προσδιορίζεται επίσης στο αναιρετήριο το συγκεκριμένο σφάλμα που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με την εφαρμογή ή τη μη εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης νόμου και συνεπώς να αναφέρεται και η συγκεκριμένη ουσιαστική διάταξη νόμου που παραβιάστηκε, καθώς και ο ισχυρισμός προς αντιμετώπιση του οποίου το δικαστήριο δεν εφάρμοσε ενώ έπρεπε ή εφάρμοσε ενώ δεν έπρεπε ή εφάρμοσε εσφαλμένα την ουσιαστικού δικαίου διάταξη.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved