Νομολογία - ποινικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009 - ÔÅÕ×ÏÓ 58) Αριθμός απόφασης: 764/2009 Τμήμα: Άρειος Πάγος: Τμήμα Στ' Ποινικό Πρόεδρος: - Εισηγητής: Αιμ. Λίτινα
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Στοιχεία αμέλειας. Η παραδοχή και των δύο ειδών αμέλειας ή διαζευκτικά στην ίδια περίπτωση δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Έλλειψη νόμιμης βάσης.
Άρθρα: 28, 302 παρ. 1 ΠΚ, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 ΠΚ, «όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 28 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ' αντικειμενική κρίση την προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός μπορούσε από τις προσωπικές περιστάσεις και τις ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα του παραπάνω εγκλήματος που διαπράχθηκε. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμέλειάς του. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η αμέλεια διακρίνεται σε ασυνείδητη, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει. Ενόψει της ανωτέρω διακρίσεως, το Δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα που τελέσθηκε από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ποιο από τα άνω δύο είδη αμέλειας συνέτρέξε και διακριβώθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί με την παραδοχή και των δύο ειδών ή με τη διαζευκτική παραδοχή τους δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 του ΠΚ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved