Νομολογία - πολιτικά

Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1439/2019 Τμήμα: Τμήμα Α1΄ Πρόεδρος: Β. Πέππας Εισηγητής: Γ. Λέκκας
Σύμβαση επιταγής. Διέπεται από τις διατάξεις για την εντολή, εκτός αν αφορά την πληρωμή χρημά-των που καταθέτει ο πελάτης στην τράπεζα, οπότε διέπεται από τις διατάξεις για τη σύμβαση παρακα-ταθήκης (: περίπτωση ανώμαλης παρακαταθήκης). Υποχρεώσεις επιμέλειας τράπεζας κατά την πλη-ρωμή επιταγής. Η έννοια του παρανόμου κατά το άρθρ. 914 ΑΚ. Ευθύνη τράπεζας κατά το άρθρ. 8 ν. 2251/1994, το οποίο αντιστρέφει σε βάρος της τράπεζας το βάρος απόδειξης τόσο της παρανομίας όσο και της υπαιτιότητας.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 361, 713, 822 επ. ΑΚ, 8 ν. 2251/1994.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
«Από το συνδυασμό των περί επιταγής διατάξεων του Ν. 5960/1933 και ιδίως των άρθρων 1, 3 και 35 αυτού, καθώς και του άρθρου 361 ΑΚ, προκύπτει ότι η σύμβαση της επιταγής καταρτίζεται μεταξύ τραπεζίτου και πελά-του αυτού, ρητώς ή σιωπηρώς με την παράδοση από τον πρώτο στον δεύτερο βιβλιαρίου (μπλοκ) επιταγών, σύμφωνα δε με αυτήν ο μεν πελάτης (εκδότης επιταγής), έχει το δικαίωμα διαθέσεως των προς τούτο διαθέσιμων κεφαλαίων του στην τράπεζα, η δε τελευταία υποχρεούται να πληρώσει την επιταγή, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως και τις τραπεζικές συνήθειες. Η έννομη αυτή σχέση δημιουργείται είτε αυτοτελώς, οπότε διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, είτε παρεπομένως άλλης συμφωνίας, όπως είναι η ανώμαλη παρακαταθήκη με την τραπεζική κατάθεση χρημάτων, όταν, ιδίως, συνοδεύεται με τον όρο ότι ο συγκεκριμένος λογαριασμός θα εξυπη-ρετεί τις επιταγές που εκδίδει ο καταθέτης, οπότε στην περίπτωση αυτή η συνδέουσα τα ως άνω πρόσωπα σχέση διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 822-831 του ΑΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. ΑΚ, έ-χουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριό-τητα των κατατιθεμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι, αν ο παρακαταθέ-της απαιτεί το πράγμα, οφείλει (η τράπεζα) να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορί-στηκε για τη φύλαξή του. Από τη διάταξη δε του άρθρου 823 ΑΚ, από την οποία προβλέπεται η ευθύνη του θεμα-τοφύλακα, η οποία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της ανώμαλης παρακαταθήκης που δημιουργείται με την κατάθεση των χρημάτων στην τράπεζα, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 330-336 ΑΚ προβλέπεται ότι ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, θα πρέπει να ισχυρι-σθεί και να αποδείξει ότι η αδυναμία του οφείλεται σε γεγονός που δεν υπέχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται, όπως για δικό του πταίσμα.
Όταν η σύμβαση της επιταγής είναι αυτοτελής και εφαρμόζονται επ’ αυτής, κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα, οι διατάξεις περί εντολής (713-730 ΑΚ), δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 715 εδ. τελευταίο και 716 ΑΚ, που προβλέπουν, σε περίπτωση υποκαταστάσεως, τον περιορισμό της ευθύνης του εντολοδόχου, όταν ο τελευ-ταίος αμείβεται για τις υπηρεσίες του. Περαιτέρω, αν τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και συνεπεία αυτής πέτυχε την απόδοση σ’ αυτόν του ποσού της κατάθεσης, η αδικοπραξία τελείται σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρί-του, ενώ η εναντίον της ενοχική αξίωση του καταθέτη από τη σύμβαση της ανώμαλης παρακαταθήκης ή της εντο-λής παραμένει άθικτη, και στις δύο δε περιπτώσεις (εντολής και παρακαταθήκης) η τράπεζα ευθύνεται για κάθε πταίσμα, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, αυτή αμείβεται για τις υπηρεσίες της (άρθρα 714, 823 ΑΚ).
Η τράπεζα, κατά την πληρωμή της επιταγής, οφείλει να τηρεί τις προφυλάξεις που επιβάλλονται από το νόμο ή τις τραπεζικές συνήθειες, όπως είναι ο έλεγχος της εγκυρότητας της επιταγής. Ακόμη, οι τράπεζες εν γένει, αφού η δραστηριότητά τους αντανακλά ευθέως στην εθνική οικονομία, έχουν απέναντι στους πελάτες τους υποχρέωση να προστατεύουν τα περιουσιακά αγαθά τους, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΑΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η τράπεζα ευθύνεται για κάθε πταίσμα των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων, όπως τούτο ειδικότερα προκύπτει από το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 5960/1933, που ορίζει ότι «η επιταγή εκδίδεται επί τραπεζίτου έχοντος κεφάλαια εις την διάθεσιν του εκδότου επί τη βάσει συμφωνίας, ρητώς ή σιωπηρώς, καθ’ ην ο εκδότης έχει το δικαίωμα διαθέσεως των κεφαλαίων τούτων δι’ επιταγής» και από το άρθρο 35 του ιδίου νόμου που ορίζει ότι «ο πληρωτής, ο πληρώνων επιταγήν οπισθογραφήσιμον, υποχρεού-ται να εξακριβώσει την κανονικότητα της συνεχείας των οπισθογραφήσεων, ουχί όμως και την υπογραφήν των οπισθογράφων». Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, προκύπτει η υποχρέωση της πληρώτριας τράπεζας να ελέγ-χει την κανονικότητα της συνέχειας των γενομένων οπισθογραφήσεων, όχι όμως και το υπαρκτό των υπογραφών των οπισθογράφων. Επίσης, βάσει της σύμβασης περί επιταγής, η τράπεζα υποχρεούται να ελέγχει την υπογρα-φή του εκδότη με αντιπαραβολή προς το τηρούμενο δείγμα υπογραφής του, ενώ όταν κατονομάζεται ο λήπτης της επιταγής, η τράπεζα οφείλει να ελέγχει κατά πόσο η ταυτότητα του αιτούντος την πληρωμή κομιστή συμπίπτει με το όνομα του δικαιούχου της επιταγής, με βάση το κείμενο του τίτλου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, που από πταίσμα των οργάνων της τράπεζας ζημιώνεται τρίτος, η ευθύνη της προστήσασας τράπεζας, ελλείψει ειδικής διατάξεως, οριοθετείται από τον Α.Κ., ήτοι ευθύνεται για κάθε πταίσμα (ΑΚ 330 και 334 § 1, ΑΠ 1717/2012).
(Κατά την ΑΚ 914) παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαί-ου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπερι-φορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανο-μίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενι-κότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊ-κής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η κατά τον άνω τρόπο παράνομη συμπε-ριφορά μπορεί να εκδηλωθεί και κατά τη λειτουργία της σύμβασης επιταγής.
Περαιτέρω, την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», το οποίο όριζε, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 10 ν. 3587/2007, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (παρ. 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β’), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. α’), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κα-τηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ. 4 εδ. β’) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (παρ. 5).
Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώ-που, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μετα-ξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχο-ντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της· ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας ανα-φέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο· η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υ-πηρεσίας και ζημίας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται όπως προεκτέθηκε παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρό-νως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα, εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρι-νόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφά-λειας, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως, τόσο ως προς την υπαιτιό-τητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκρι-μένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λό-γου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 2257/2014)»

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved