Νομολογία - ποινικά

(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012 - ÔÅÕ×ÏÓ 71) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 168/2012 Τμήμα: Τμήμα Ε΄ (Ποιν.) ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Βασίλειος Φράγγος
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο από Α.Ε. Διαχρονικό δίκαιο, ευνοϊκότερος νόμος. Κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Παραγραφή μερικότερων πράξεων. Εκπροσώπηση Α.Ε. Πτώχευση, δόλος του κατηγορουμένου. Αιτιολογία απόφασης.

Άρθρα: 5 ν. 1882/1990, 20 και 23 παρ. 1 ν. 2523/1997, 34 ν. 3220/2004, 27, 111-113 ΠΚ, 2 α.ν. 635/1937, 17 παρ. 1 ν. 3588/2007 (ΠτΚ), 679 ΕΝ, 511 ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, [ακολουθεί το κείμενο], τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως, και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι, για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως.
Κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου [ακολουθεί το κείμενο]. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997 [ακολουθεί το κείμενο]. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2523/1997 [ακολουθεί το κείμενο].
Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του αυτού ν. 2523/1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του ν. 1882/1990 και αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και, έτσι, οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού, που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Όταν δε πρόκειται για Α.Ε., πρέπει να αναφέρεται ότι το ποινικώς υπεύθυνο πρόσωπο, κατά το χρόνο κατά τον οποίο βεβαιώθηκε το χρέος, είχε μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται παραπάνω, ότι είναι, δηλαδή, πρόεδρος του Δ.Σ., διευθύνων σύμβουλος της συγκεκριμένης εταιρίας κ.λπ.
Τέλος, με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1.1.2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: [ακολουθεί το κείμενο].
Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, πρέπει να εφαρμοσθούν, ως ευμενέστερες γι' αυτούς, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αντιθέτως,όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. […]
Περαιτέρω, η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υποχρέου, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι το μεν, κατ' άρθρο 2 του α.ν. 635/1937, που ίσχυε κατά τον χρόνο βεβαιώσεως των χρεών που άλλωστε είναι ταυτόσημο με το άρθρο 17 § 1 του ν. 3588/2007, «Πτωχευτικός Κώδικας», ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε κατ' άρθρο 679 του Εμπορικού Νόμου, καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχεύσαντος από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών.
[…] Περαιτέρω, δεν αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένως η συνδρομή του στοιχείου του δόλου του κατηγορουμένου, διότι ενώ το δικαστήριο, προς αντίκρουση σχετικού αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού, δέχθηκε ότι η παραπάνω Α.Ε. κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως με ημερομηνία παύσεως των πληρωμών την 1.10.2003 (ήτοι προ της βεβαιώσεως των χρεών) και επομένως ο κατηγορούμενος δεν είχε την προς τούτο εξουσία διοικήσεως της εταιρίας και δεν μπορούσε να καταβάλει τα οφειλόμενα χρέη προς το Δημόσιο, εν συνεχεία δέχθηκε το δικαστήριο ότι «δεν αποδείχθηκε ότι ο ίδιος κατηγορούμενος στη διάρκεια που είχε τη διαχείριση και διοίκηση της πτωχεύσασας εταιρίας δεν είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει τα επίδικα χρέη ...», με την παραδοχή δε αυτή, ερμήνευσε και εφήρμοσε συνάμα εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § 1α, 27 § 1 ΠΚ, 25 § 1γ, 2, 3 του ν. 1882/1990, όπως ήδη ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 του α.ν. 635/1937 και 679 του Εμπορικού Νόμου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ μοναδικοί λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι βάσιμοι.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved