Νομολογία - πολιτικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010 - ÔÅÕ×ÏÓ 64) Αριθμός απόφασης: 1487/2010 Τμήμα: ΑΠ Τμήμα Α1΄ (πολιτικό) Πρόεδρος: Ε. Καλούδης Εισηγητής: Δ. Κράνης
Ανακοπή ερημοδικίας. Πότε επιτρέπεται. Ερημοδικία διαδίκου που οφείλεται σε ανωτέρα βία. Αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην επέλευση της ερημοδικίας. Πότε η ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας. Ανωτέρα βία στο χώρο του δικονομικού δικαίου και κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Αναιρετικός έλεγχος της κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας.
Άρθρα: 501, 110 παρ. 2, 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, 20 Συντάγματος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην (ανακοπή ερημοδικίας) επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, όταν η ερημοδικία του διαδίκου οφείλεται σε ανώτερη βία, επιτρέπεται ακόμη και αν στην περίπτωση αυτή η κλήτευση του ερημοδικασθέντος διαδίκου υπήρξε νόμιμη και εμπρόθεσμη, αφού διαφορετικά ο αποκλεισμός της ανακοπής ερημοδικίας θα ισοδυναμούσε και στην περίπτωση αυτή με στέρηση του δικαιώματός του για δικαστική ακρόαση (άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) και θα υπήρχε συνεπώς αντίθεση προς το άρθρο 20 του ισχύοντος Συντάγματος. Νοείται δε ως ανώτερη βία κάθε γεγονός απρόβλεπτο στη συγκεκριμένη περίπτωση, το οποίο δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να αποτραπεί με μέτρα μεγάλης σύνεσης συνετού ανθρώπου (ΑΠ 533/1988, ΑΠ 141/2004), όπως είναι και η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 42/2004). Ειδικότερα, η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου αποτελεί γεγονός ανώτερης βίας, αν εξαιτίας της αυτός δεν μπόρεσε να ενεργήσει δικαστική ή εξώδικη πράξη ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο, έστω και μη συνεργάτη του, της εκτέλεσής της, με συνέπεια την επέλευση της ερημοδικίας του διαδίκου (ΑΠ 359/2003). Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, εκδηλούμενη δηλαδή στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνο κατά τις συνέπειες, αφού η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως, στο χώρο του δικονομικού δικαίου, το οποίο δεν επιδιώκει να εξισορροπήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαδίκων, αλλά το δημόσιο συμφέρον της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης με ασφάλεια και βεβαιότητα ως προς τη διαδικασία (ΑΠ 908/2006), συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του να ανταποκριθούν σε δικονομικό βάρος τους, παρά την καταβολή προς τούτο από μέρους τους της οφειλόμενης εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η συναφής διαδικαστική πράξη τους να πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο, ως προς το οποίο η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο από τον αριθμό 14 άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1892/2006). Η συνδρομή, ωστόσο, αυτής καθαυτής της ανώτερης βίας, δηλαδή η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανώτερης βίας από το δικαστήριο της ουσίας, ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο από τον αριθμό 1 του παραπάνω άρθρου (ΑΠ 490/2009).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved