Νομολογία - ποινικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2009 - ÔÅÕ×ÏÓ 54) Αριθμός απόφασης: 1168/2008 Τμήμα: Τμήμα Ζ΄(Ποιν.) ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Θ. Γκοΐνη
Αναγνωστέα έγγραφα, απόλυτη ακυρότητα αν ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν.
Άρθρα: 329, 331, 333 §2, 358, 364, 369 ΚΠοινΔ, 171 §1, εδ. δ΄, 510 §1, στοιχ. Α΄ ΚΠοινΔ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 §2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 §1 εδ. δ΄ του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου έγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α΄ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προηγούμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 32/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και τα πρακτικά της, ως αναγνωσθέν στο ακροατήριο έγγραφο, το οποίο έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, για παράβαση των άρθρων 1, 2 του Ν.Δ/τος 3424/1955, όπως αντικ. με το άρθρο 8 του Ν. 1409/1093, αναφέρεται «6. Η υπ΄ αριθ. 41/2000 απόφαση». Ενόψει, όμως, του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά του υπόψη εγγράφου είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά του, ενόψει μάλιστα του ότι άλλο έγγραφο με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκε, με την ανάγνωση δε αυτού κατέστη γνωστό το περιεχόμενό του στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να υποβάλλει τις επ΄αυτού παρατηρήσεις και απόψεις του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται τούτο στα πρακτικά. Επομένως, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το ανωτέρω έγγραφο που αναγνώσθηκε δεν προσδιορίζεται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς του και δη διότι δεν διασαφηνίζεται αν πρόκειται για απόφαση πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου και ποίου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved