Νομολογία - πολιτικά

(ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011 - ÔÅÕ×ÏÓ 67) Αριθμός απόφασης: ΑΠ /2011 Τμήμα: Ολομέλεια Πρόεδρος: Γ. Καλαμίδας Εισηγητής: Β. Λαμπρόπουλος
Η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις αξιώσεις των υπαλλήλων ΝΠΔΔ, που συνδέονται με αυτά με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες προέρχονται από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν αντίκειται προς την κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Σ αρχή της ισότητας, ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 1 του ΠΠΠΕΣΔΑ.

Άρθρα: 48 παρ. 3 ν.δ. 496/1974, 4 παρ. 1 Σ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 1 ΠΠΠΕΣΔΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974, με την παράγραφο 3 αυτού θεσπίζεται βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή ειδικά για τις αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ, κατ' αυτών, που αφορούν καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες οφείλονται απευθείας από τον νόμο, ενώ, όταν για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος για τις αποδοχές αυτές απαιτείται η έκδοση διοικητικής πράξης, την έκδοση της οποίας υπαιτίως παρέλειψαν τα αρμόδια όργανα των ΝΠΔΔ, στις περιπτώσεις δηλαδή που πρόκειται για την αποκαλούμενη αποζημιωτική αγωγή, τότε για τις αξιώσεις αυτές των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ ισχύει η οριζόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 πενταετής παραγραφή. Η προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974, για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 250 αριθ. 16 και 17 ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και από τον οριζόμενο στο άρθρο 44 του ιδίου ν.δ/τος χρόνο παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του νομικού προσώπου κατά τρίτων (πενταετίας) έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων των ΝΠΔΔ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων. Εξ άλλου, με τη θέσπιση της εν λόγω διετούς παραγραφής δεν δημιουργείται άνιση δυσμενής μεταχείριση των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ σε σχέση με τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά ούτε και των ιδιωτών εργοδοτών σε σχέση με τα ΝΠΔΔ, ως προς τη διάρκεια της ισχύουσας έναντι των πρώτων πενταετούς παραγραφής, αφού η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται, όχι μόνο από την ανάγκη προστασίας της περιουσίας των ΝΠΔΔ, αλλά και λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ σε σχέση με τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και του διαφορετικού νομικού καθεστώτος που διέπει, αντίστοιχα, τις σχέσεις των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες τους.
Συνεπώς η διάταξη αυτή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις ρηθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συν/τος αρχή της ισότητας. Η αυτή ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στην προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού αυτή εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύει τη θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων. Επίσης, η ως άνω διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974 δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης (ΕΣΔΑ), που επιβάλλουν τον σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι υπερνομοθετικής ισχύος αυτές διατάξεις παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου απόσβεση ή κατάργηση αυτών), και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη ισχύος τους. Άλλωστε, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ως άνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που ορίζει ότι «οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε Κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων», προκύπτει ότι και το Πρωτόκολλο αυτό ευθέως αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε κράτους να θεσπίζει νόμους, αν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτιθέμενα, και η προστασία της περιουσίας των ΝΠΔΔ (ΑΠ Ολ. 38/2005).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved