«Οι λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης που καθιερώνονται περιοριστικά με τη διάταξη του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο και γι’ αυτό η εφαρμογή τους ελέγχεται αναιρετικά με τους αριθμούς 1 ή 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Κατά δε το άρθρ. 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται: "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005).
Εξ άλλου, η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του Κ.Πολ.Δ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία. Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 Κ.Πολ.Δ., προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 Κ.Πολ.Δ.) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β’ Κ.Πολ.Δ. Για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωσή τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής αποφάσεως, μέσω κυρίως της αγωγής ακυρώσεως κατ’ άρθρο 897 επ. Κ.Πολ.Δ. Έτσι, κατά το εδάφ. 6 του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ: " Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση...αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη". Κατά την έννοια του εδαφίου αυτού, ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως (και) επί εσωτερικής διαιτησίας, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, υπό έννοια προσομοιάζουσα προς εκείνη του άρθρου 33 ΑΚ (πρβλ. και Ολ. ΑΠ 15/2000, Ολ. ΑΠ 20/2011 και Ολ. ΑΠ 4/2012). Η παραβίαση, άρα, κανόνων αναγκαστικού δικαίου τεθέντων πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου.
Εξ άλλου, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και δεν θεμελιώνεται συνεπώς ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση (εκτέλεση) της απόφασης θα εδημιουργείτο κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1, 2 εδαφ. β’, ββ’ του Ν. 2735/1999 ("Διεθνής Εμπορική Διαιτησία"), με τον οποίο εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη ο πρότυπος Νόμος UNCITRAL, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ύστερα από αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, προκειμένου για διεθνείς διαιτησίες (που διεξάγονται στην Ελλάδα), "κρίνει αυτεπαγγέλτως αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα". Υπό την αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, ως τέτοιες διατάξεις (δημόσιας τάξης), νοούνται όλες ανεξαιρέτως οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), θα προέκυπτε το άτοπο να ελέγχεται η διαιτητική απόφαση για παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης αναγκαστικού δικαίου (από τις οποίες υπάρχει πληθώρα στο δίκαιο των συναλλαγών), ουσιαστικώς δηλαδή να επανεκδικάζεται η υπόθεση και να περιάγεται η διαιτητική διαδικασία σε απλό διαδικαστικό προστάδιο της πολιτικής δίκης, πράγμα που θα αντιστρατευόταν ευθέως στη σχετική προς τη φύση της αρχή της μη αναθεωρήσεως της ουσίας της διαιτητικής αποφάσεως. Επί πλέον θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη διαφορετική μεταχείριση των διαιτητικών αποφάσεων, ανάλογα με το αν πρόκειται για ημεδαπή διαιτητική απόφαση (άρθρ. 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ), ή αλλοδαπή - διεθνή (άρθρ. 903, 905, 906 Κ.Πολ.Δ), ακόμη και στα πλαίσια όμοιας διαφοράς. Και τούτο διότι, ενόψει των προεκτεθέντων, οι αποφάσεις που αφορούν εσωτερικές διαιτησίες θα κρίνονταν, επί της ουσίας, για παράβαση οποιουδήποτε κανόνα αναγκαστικού δικαίου, ενώ, οι αντίστοιχες διεθνείς μόνο αν παραβίαζαν τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης. Τούτο προδήλως δεν θα ήταν ορθό, καθόσον θα συνιστούσε διαφορετική μεταχείριση (αυστηρότερο έλεγχο) των ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων έναντι των διεθνών, ενώ ο θεσμός της διαιτησίας, όπως και η εξουσία των διαιτητών είναι ίδια, είτε πρόκειται για ημεδαπή διαιτητική απόφαση, είτε για διεθνή - αλλοδαπή. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει ότι: "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τά όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος" περιέχει μεν συναφώς κανόνα αναγκαστικού δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης (ΟλΑΠ 350/1985), δεν είναι όμως δημόσιας τάξεως κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 897 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ, αφού δεν μπορεί να ενταχθεί στα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά και, ιδίως, οικονομικά θεμέλια της ελληνικής έννομης τάξης, ενόψει μάλιστα και του ότι έχει θεσπισθεί για να υπηρετήσει, όχι το δημόσιο συμφέρον, αλλά το ιδιωτικό συμφέρον των συναλλασσομένων (Ολ.ΑΠ 14/2015)».