Νομολογία - πολιτικά

(ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 - ÔÅÕ×ÏÓ 82) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1227/2014 Τμήμα: Α1΄ Πολιτικό Τμήμα Πρόεδρος: Αντιπρόεδρος: Γ. Χρυσικός Εισηγητής: Αρ. Πελεκάνος
Αξίωση πλουτισμού του υπερθεματιστή κατά του καθού η εκτέλεση οφειλέτη λόγω τελεσίδικης ακύρωσης του πλειστηριασμού κατόπιν ανακοπής της ΚΠολΔ 933. Προνομιακή κατάταξη της απαίτησής του σε περίπτωση διενέργειας νέου πλειστηριασμού.
Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης: Αντικείμενο προσβολής, ενεργητική νομιμοποίηση, έννομο συμφέρον και υποκειμενικά όρια δεδικασμένου. Προϋποθέσεις σύνταξης νέου συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα: 904 ΑΚ, 979, 1018 ΚΠολΔ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιμέλεια: Αναστάσιος Βαλτούδης


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


Κατά τη διάταξη του άρθρου 1018 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός ακυρώθηκε και διενεργήθηκε νέος, η απαίτηση του υπερθεματιστή του πλειστηριασμού που ακυρώθηκε, να αναλάβει το πλειστηρίασμα που διανεμήθηκε, κατατάσσεται μετά τα έξοδα της εκτέλεσης του νέου πλειστηριασμού και πριν από τις απαιτήσεις των άρθρων 975, 976, 1007, 1012 παρ. 4 και 1015 παρ. 4 ΚΠολΔ. Για να ικανοποιηθεί αυτή η απαίτηση, ο υπερθεματιστής μπορεί να επισπεύσει πλειστηριασμό με βάση την απόφαση που ακύρωσε την εκτέλεση και με πιστοποίηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ότι το πλειστηρίασμα έχει καταβληθεί και διανεμηθεί. Από τη δικονομικού δικαίου διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, αν ακυρωθεί ο πλειστηριασμός με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία, ως διαπλαστική, συνεπάγεται αναδρομική άρση ως προς όλους των συνεπειών του πλειστηριασμού, ο υπερθεματιστής που κατέβαλε το πλειστηρίασμα και δεν απέκτησε το εκπλειστηριασμένο ακίνητο, επειδή ο πλειστηριασμός ακυρώθηκε τελεσίδικα κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (και όχι επειδή αυτός υπήρξε ανενεργής και ο υπερθεματιστής δεν απέκτησε το ακίνητο λόγω νομικού ελαττώματος) έχει ευθεία απαίτηση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, να αναζητήσει το πλειστηρίασμα από τον καθού η εκτέλεση, ο οποίος ωφελήθηκε οριστικά σε βάρος του υπερθεματιστή από τη διανομή του πλειστηριάσματος και τη συνακόλουθη απόσβεση των οφειλών του προς τους δανειστές. Προς εξασφάλιση δε της απαίτησης του υπερθεματιστή για ανάληψη του πλειστηριάσματος, μόνον ως προς το κεφάλαιο και όχι τους τόκους, θεσπίστηκε υπέρ αυτού ειδικό προνόμιο στο πλειστηριασμένο ακίνητο του καθού η εκτέλεση, που υπερισχύει κάθε άλλου γενικού ή ειδικού προνομίου, και καθιερώθηκε η ακυρωτική απόφαση ως εκτελεστός τίτλος για την άμεση (χωρίς έγερση σχετικής αγωγής για απόκτηση επιδικαστικής απόφασης) και ταχεία αναγκαστική ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης κατά του καθού η εκτέλεση (ΑΠ 42/2010). Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 151, 585, 590, 933 επ., 972, 979 και 980 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Με την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. και για την οποία έχουν εφαρμογή τα άρθρα 933 επ. ΚΠολΔ στο βαθμό που εναρμονίζονται και προσιδιάζουν στην ανακοπή αυτή, δεν προσβάλλεται η εκτελεστική διαδικασία μέχρι τον πλειστηριασμό, αλλά μόνον η διαδικασία κατάταξης ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, που αρχίζει από την αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών του καθού η εκτέλεση και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης. Οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται είτε στην ύπαρξη ή στο μέγεθος της απαίτησης του δανειστή που κατατάχτηκε ή του προνομίου της ή σε προβολή ενστάσεων κατ’ αυτής είτε στην απλή αμφισβήτηση ή άρνηση της εν λόγω απαίτησης ή του προνομιακού χαρακτήρα και της κατάταξής της. Ειδικότερα, με την ανακοπή που ασκεί ο καθού η εκτέλεση κατά του δανειστή που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και κατατάχτηκε στον πίνακα (όχι και κατά των λοιπών δανειστών που κατατάχτηκαν), επιτρέπεται να προβληθούν μόνο πλημμέλειες για την ύπαρξη και το μέγεθος της απαίτησης που ανάγονται σε χρόνο μετά τον πλειστηριασμό, αφού όσες ανάγονται σε προγενέστερο χρόνο και δεν προβλήθηκαν μέχρι τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης δεν προβάλλονται παραδεκτά με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ως μη συμβατές με το σύστημα της σταδιακής προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που καθιερώνει το άρθρο 934 για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ με σκοπό την ταχύτερη δυνατή περάτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης και την ασφάλεια των συναλλαγών. Αντίθετα, η μη άσκηση ανακοπής κατά τα άρθρα 933 και 934 ΚΠολΔ δεν αποκλείει το δικαίωμα στους αναγγελθέντες δανειστές να ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης και να αμφισβητήσουν την απαίτηση του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή, αφού η προαναφερόμενη σταδιακή προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης δεν προσιδιάζει και δεν έχει εφαρμογή στην από μέρους τους ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης (ΑΠ 169/2012, ΑΠ 116/2001).


Εξάλλου, από τις ίδιες προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνον ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθού η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον, το οποίο ως θεσμός επιβάλλει και περιορίζει τη δικαιοδοτική παρέμβαση μόνο στις περιπτώσεις που η δικαστική απόφαση είναι αναγκαία και ικανή να προστατεύσει το προβαλλόμενο δικαίωμα ή προστατευτέο έννομο συμφέρον. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής και των άρθρων 68 και 262 παρ. 2 ΚΠολΔ, υπάρχει έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής από τον επισπεύδοντα και τους αναγγελθέντες δανειστές, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής περιλαμβάνει όχι μόνο την ακύρωση της κατάταξης του καθού η ανακοπή, αλλά και τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος, με συνέπεια, αν, παρά την ακύρωση της κατάταξης του καθού η ανακοπή, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν έχει δικαίωμα κατάταξης, η ανακοπή να απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 120/2005, ΑΠ 450/2006, ΑΠ 1777/2001). Επίσης υπάρχει έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής από τον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, όταν αυτός είτε προβάλλει ότι εσφαλμένα κατατάχτηκε ένας ή περισσότεροι από τους αναγγελθέντες δανειστές στον πίνακα κατάταξης, με συνέπεια να μην μπορεί αυτός να εισπράξει ορισμένο περίσσευμα από το πλειστηρίασμα είτε αμφισβητεί την ύπαρξη ή το μέγεθος ορισμένης απαίτησης που κατατάχτηκε και επιδιώκει τη μεταρρύθμιση του πίνακα υπέρ του επισπεύδοντος την εκτέλεση ή κάποιου από τους αναγγελθέντες δανειστές ως προς το ποσό που αυτοί δεν κατατάχτηκαν, εφόσον η σχετική κατάταξη επιφέρει την απαλλαγή του ανακόπτοντος από τις αντίστοιχες οφειλές του προς αυτούς (ΑΠ 928/2002). Περαιτέρω, όπως παγίως νομολογείται, η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, αλλά όχι αδιαίρετη και το δεδικασμένο από τη σχετική απόφαση περιορίζεται μόνο στους διαδίκους της δίκης επί της ανακοπής, χωρίς να επηρεάζει την έννομη θέση των άλλων δανειστών, εκτός αν συντρέχει μεταξύ τους περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 175/2011). Αυτό συνεπάγεται ότι το δικάζον δικαστήριο περιορίζεται στα όρια του αντικειμένου και αιτήματος της ανακοπής και δεν έχει εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως σε αναδιάρθρωση του πίνακα κατάταξης υπέρ μη διαδίκων δανειστών με ισχυρότερα προνόμια από τον ανακόπτοντα, με συνέπεια στο αποδεσμευόμενο ποσό να κατατάσσεται μόνο ο τελευταίος, χωρίς να ωφελούνται οι αναγγελθέντες δανειστές που δεν άσκησαν ανακοπή, έστω και αν οι απαιτήσεις τους είναι εξοπλισμένες με ισχυρότερα προνόμια, οι οποίοι, μετά την άπρακτη παρέλευση της σχετικής προθεσμίας εκπίπτουν οριστικά (άρθρο 151 ΚΠολΔ) από το δικαίωμα να ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης ή να αμφισβητήσουν την κατάταξη με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο (ΟλΑΠ 27/2009, ΑΠ 1159/1998). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ανακόπτων είναι ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης, ο οποίος, αφού ερευνηθούν δικαστικά μόνον οι προσβαλλόμενες απαιτήσεις και η οριστική (ή και προνομιακή) καταταξιμότητα αυτών και κριθεί αποβλητέος ο καθού η ανακοπή από τον πίνακα κατάταξης, εξασφαλίζει για τον εαυτό του το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των απαιτήσεων που αποβλήθηκαν, το δε έννομο συμφέρον αυτού δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη ανεπάρκεια του πλειστηριάσματος και την τυχόν ύπαρξη άλλων απαιτήσεων αναγγελθέντων ή όχι δανειστών, αλλά εξαρτάται μόνο από το αν είναι υπαρκτές και κατατάξιμες ή μη οι προσβαλλόμενες απαιτήσεις, των οποίων επιδιώχθηκε η αποβολή γι’ αυτόν το λόγο (ΑΠ 246/2001)…. Περίπτωση σύνταξης νέου συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης μπορεί να υπάρξει εάν εμφανιστεί για άλλους λόγους (και όχι λόγω ακύρωσης πίνακα κατάταξης) νέο πλειστηρίασμα για διανομή, όπως το αυξημένο πλειστηρίασμα από αναπλειστηριασμό κατά το άρθρο 965 ΚΠολΔ, οπότε με το νέο πίνακα, που συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ως συνέχεια και χωρίς τροποποίηση του αρχικού, το νέο ποσό περιέρχεται με κατάταξη στους αναγγελθέντες δανειστές, το δε τυχόν περίσσευμα περιέρχεται στον καθού η εκτέλεση. Τέλος, οι ανακόπτοντες τον πίνακα (επισπεύδων, αναγγελθέντες δανειστές ή ο καθού η εκτέλεση) ασκούν ίδιο δικαίωμα, που παρέχεται σ’ αυτούς από την οικεία διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ, και δεν ασκούν δικαίωμα τρίτου ή για λογαριασμό τρίτου προσώπου (βλ. και Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλ. άρθρο 979 σελ. 1167, 1169, 1172-1176, 1180, 1182, 1188, 1194, 1196 και άρθρο 978 σελ. 1154-1159).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved