Νομολογία - ποινικά

(ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2007 - ÔÅÕ×ÏÓ 45) Αριθμός απόφασης: 915/2007 Τμήμα: Τμήμα ΣΤ΄ (Ποιν.) ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Β. Λυκούδης
Απάτη σχετική με τις ασφάλειες. Στοιχεία του εγκλήματος. Εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης. Αιτιολογία απόφασης. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία, εσφαλμένη εφαρμογή και εκ πλαγίου παραβίαση ποινικής διάταξης.
Άρθρα: 388 παρ. 1 ΠΚ, 139, 510 παρ. 1 περ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠοινΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 388 παρ. 1 ΠΚ, κατά την οποία όποιος με σκοπό να εισπράξει ο ίδιος ή άλλος το ποσό για το οποίο έχει ασφαλισθεί ένα αντικείμενο κινητό ή ακίνητο, επιφέρει την πραγμάτωση του κινδύνου για τον οποίο έχει γίνει η ασφάλιση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης σχετικής με ασφάλειες, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η πραγμάτωση του κινδύνου για τον οποίο έγινε η ασφάλιση, υποκειμενικώς δε δόλος, συνιστάμενος στη γνώση, ότι το αντικείμενο είναι ασφαλισμένο και στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τον κίνδυνο κατά του οποίου ασφαλίσθηκε το πράγμα, προσέτι δε και σκοπός αυτού να εισπράξει, είτε ο ίδιος, αν αυτός έχει καταρτίσει την ασφάλιση, είτε άλλος, αν είναι τρίτος, το ποσό για το οποίο έχει ασφαλισθεί το πράγμα. Τον σκοπό αυτόν πρέπει να επιδιώκει ο δράστης, είτε με ψευδείς παραστάσεις ότι ο κίνδυνος πραγματώθηκε τυχαίως ή κατόπιν ενεργειών άλλου, είτε με αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση ότι αυτός ή άλλος εν γνώσει του πραγμάτωσε τον κίνδυνο, είτε και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Με την πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου είναι ήδη τελεσμένη η πράξη, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωση της περιουσιακής βλάβης του ασφαλιστή. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι απάτη σχετική με τις ασφάλειες είναι μία επικίνδυνη προπαρασκευαστική πράξη απάτης, η οποία κατ' εξαίρεση καθίσταται με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ αυτοτελές έγκλημα, το οποίο στρέφεται, ειδικότερα, κατά του εννόμου αγαθού της ασφαλιστικής πίστεως, το οποίο δεν ταυτίζεται με την έννοια της περιουσίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.



Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' αυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοίχ. Ε΄του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.



Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved