Η αξίωση προς αποτελεσματική αναγκαστική εκτέλεση σε ιδιωτικές έννομες σχέσεις
Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος
Λέκτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Αποτελεί κοινό τόπο στην ελληνική θεωρία αλλά και νομολογία ότι η αξίωση του πολίτη για την παροχή έννομης προστασίας δεν περιορίζεται στη δικαστική διάγνωση της αξίωσης αλλά και στην υλοποίηση του διατακτικού της δικαστικής απόφασης μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης1. Αναγνωρίζεται επίσης ομόφωνα το έρεισμα της αξίωσης προς αναγκαστική εκτέλεση και στο άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ, με αφορμή μάλιστα απόφαση ελληνικού ενδιαφέροντος2. Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων αξιοποίησε την παραπάνω δογματική επεξεργασία ώστε να κηρύξει αντισυνταγματικούς τους περιορισμούς που επιχειρούσε να θέσει ο κοινός νομοθέτης στην εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου3. Αντίθετα, η μετουσίωση των ανωτέρω αρχών στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης σε έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών έχει απασχολήσει σε περιορισμένο βαθμό την ημεδαπή θεωρία και πράξη. Οπωσδήποτε αναγνωρίζεται ότι ο κοινός νομοθέτης ως αντιστάθμισμα της απαγόρευσης της αυτοδικίας οφείλει με τα αρμόδια όργανά της να λάβει τα προσήκοντα μέτρα, ώστε να διασφαλίσει τη συμμόρφωση του οφειλέτη προς το περιεχόμενο της ουσιαστικής αξίας του δανειστή, όπως αποτυπώνεται στον εκτελεστό τίτλο4, χωρίς φυσικά να εγγυάται κατ’ ανάγκη και την ευνοϊκή έκβαση της σχετικής διαδικασίας και την ικανοποίηση της ουσιαστικής αξίωσης του δανειστή. Αντίθετα, το ΕΔΔΑ είχε την ευκαιρία, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, να αναπτύξει σε αξιόλογο βάθος τη φύση και έκταση των υποχρεώσεων της Πολιτείας- αποδέκτη του δικαιώματος προς παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας και μάλιστα με αφορμή ιδιωτικές έννομες σχέσεις. Εισαγωγικά, το ΕΔΔΑ έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι η διάρκεια της εκτελεστικής διαδικασίας δεν αποτελεί διακριτό στάδιο έναντι της διαγνωστικής δίκης, για τις ανάγκες αποτίμησης του «εύλογου» της διάρκειας, αλλά πρέπει να υπολαμβάνεται ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο στάδιο με αυτήν5 οπότε η υπέρβαση της διάρκειας αυτής, στο βαθμό που οφείλεται σε αδιαφορία, αδράνεια ή έλλειψη αποτελεσματικότητας των επιφορτισμένων με τη διενέργεια της εκτελεστικής διαδικασίας οργάνων της Πολιτείας, συνιστά παράβαση των επιταγών του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, ακόμη και αν η εκτέλεση αφορά σε ιδιωτικές έννομες σχέσεις6. Όπως και στο πλαίσιο της διαγνωστικής δίκης, η εύλογη διάρκεια της εκτελεστικής διαδικασίας πρέπει να εξετάζεται in concreto, συνεκτιμώμενων των ιδιαιτεροτήτων της απόφασης, της διαδικαστικής συμπεριφοράς και επιμέλειας του ενδιαφερόμενου7 κ.ο.κ. Υπό την έννοια αυτή έχει κατ’ επανάληψη επιβεβαιωθεί ότι π.χ. αποφάσεις που διατάσσουν την απόδοση τέκνου ή ρυθμίζουν την επικοινωνία με αυτό πρέπει να εκτελούνται σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία μη αναστρέψιμων καταστάσεων8.
Υπογραμμίζεται ότι η επιταγή περί αποτελεσματικότητας της έννομης προστασίας του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, μετουσιούμενη στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης επιβάλλει στην αποδέκτη Πολιτεία τη θετική υποχρέωσή της να οργανώσει το σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ολοκλήρωση της εκτέλεσης χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις9. Δεδομένου ότι ο νόμος δεν κελεύει τα αδύνατα, η Πολιτεία προφανώς δεν ευθύνεται για την περίπτωση που η αδυναμία εκτέλεσης οφείλεται εξ ολοκλήρου στην αφερεγγυότητα του ιδιώτη οφειλέτη10, φέρει όμως την υποχρέωση να οργανώσει και θέσει στη διάθεση του δανειστή έναν αποτελεσματικό μηχανισμό αναγκαστικής εκτέλεσης, τον οποίο οφείλει να ενισχύει ακόμη και με τη συνδρομή αστυνομικών οργάνων στο βαθμό που αυτό παρίσταται αναγκαίο11. Η θεμελίωση της ευθύνης της Πολιτείας - αποδέκτη των επιταγών του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ δύναται να θεμελιωθεί ακόμη και στην περίπτωση που οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές δεν μπορέσουν να ενεργήσουν με την αναγκαία επιμέλεια, για την αποτελεσματική ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας12. Η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν διακρίνει μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών τίτλων: π.χ. στην υπόθεση Matrakas v. Greece επιβεβαιώθηκε ότι προκειμένου για την εκτέλεση αλλοδαπού τίτλου που κηρύχθηκε εκτελεστός αποδέκτης της υποχρέωσης είναι το κράτος υποδοχής της δικαστικής απόφασης και όχι το κράτος έκδοσης13, ενώ προσβολή των επιταγών του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ μπορεί να θεμελιώσει ακόμη και η ιδιαίτερα τυπολατρική και αναντίστοιχη προς τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας ερμηνεία των προϋποθέσεων κήρυξης της εκτελεστότητας ή αναγνώρισης του δεδικασμένου αλλοδαπού τίτλου, όπως π.χ. της επιφύλαξης δημόσιας τάξης14.
Παράβαση του δικαιώματος σε αποτελεσματική αναγκαστική εκτέλεση δύναται να θεμελιώσει ακόμη και η θέσπιση υπερβολικά περιοριστικών όρων στη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας15. Το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ κατατείνει στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της έννομης προστασίας και κατ’ επέκταση στην διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας και της αναγκαστικής εκτέλεσης, ακόμη και στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις. Εντεύθεν η εμβέλειά του δεν εξαντλείται στην εκτέλεση αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων με χρηματικό περιεχόμενο ή έστω περιουσιακό ή μόνον στα μέσα εκτέλεσης χρηματικών απαιτήσεων. Π.χ. αδυναμία των αρχών κράτους μέλους να διασφαλίσουν την εκτέλεση απόφασης που διατάσσει την απόδοση τέκνου σε εύλογο χρονικό διάστημα στοιχειοθετεί εξίσου παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ16 και το ίδιο έγινε δεκτό με αφορμή την αδυναμία των πολωνικών αρχών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα απόφασης που διέτασσε την καταδίκη σε δήλωση βούλησης του πολωνικού Δημοσίου να μεταβιβάσει αιτία πωλήσεως ακίνητο στους αιτούντες17. Μάλιστα, τα νομολογιακά δεδομένα του ΕΔΔΑ αναδεικνύουν ότι η εμβέλεια της επιταγής προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εκτελεστικής διαδικασίας δεν περιορίζεται στη stricto sensu εκτελεστική διαδικασία, αλλά καταλαμβάνει και την εν ευρεία εννοία εκτελεστότητα. Π.χ. έγινε στο πλαίσιο αυτό δεκτό ότι συνιστούσε παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ η αδυναμία των αιτούντων να μεταγράψουν δικαστική απόφαση που τους επιδίκαζε ακίνητο λόγω άρνησης του υποθηκοφύλακα που αρνούταν τη μεταγραφή λόγω ασάφειας των ορίων στο διατακτικό της δικαστικής απόφασης18. Υπό προϋποθέσεις, οι επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ είναι νοητό να ασκήσουν επίσης επίδραση στην παθητική νομιμοποίηση στην αναγκαστική εκτέλεση, όπως π.χ. προκειμένου για την άρνηση νπδδ και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ελεγχόμενων από την Πολιτεία που αρνούνται να συμμορφωθούν προς εκτελεστούς τίτλους, για τις οποίες γίνεται δεκτό ότι αποδέκτης του δικαιώματος πρέπει να θεωρηθεί εξίσου και η Κεντρική Κυβέρνηση19: η έλλειψη οικονομικών μέσων της νομικής οντότητας που κατονομάζεται στην απόφαση ως οφειλέτης20 ή η αντίσταση του καθ’ ου η εκτέλεση21 δεν μπορεί να απαλλάξει την πολιτεία από την υποχρέωσή της να συμμορφωθεί προς την απόφαση που επιδικάζει χρηματική οφειλή.
Η ολοένα εμπλουτιζόμενη νομολογία του ΕΔΔΑ στο πεδίο της εξεταζόμενης θεματικής είναι αξιοποιήσιμη και στο επίπεδο της δικαστηριακής πρακτικής, όπως αναδεικνύει το παράδειγμα του επιτρεπτού επίσπευσης πέμπτου και επόμενου πλειστηριασμού, όταν οι προηγούμενες απόπειρες εκπλειστηρίασης ματαιώθηκαν λόγω ελλείψεως πλειοδοτών. Το ενδεχόμενο αυτό αρκετά συνηθισμένο στην πράξη κατά κανόνα οφείλεται στην ήδη διαγνωσθείσα αναντιστοιχία μεταξύ των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων που αποτελούσαν τη βάση υπολογισμού της τιμής πρώτης προσφοράς και των αγοραίων αξιών. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να γίνει λόγος κυριολεκτικά για «αδιέξοδο περί την εκτέλεση», δοθέντος ότι η φραστική διατύπωση του άρθρου 966 §§ 3-4 ΚΠολΔ δεν φαίνεται να καταλείπει περιθώριο για την επίσπευση πέμπτου πλειστηριασμού, ενώ συγχρόνως είναι καθ’ όλα νοητό το ενδεχόμενο το κατασχεθέν να έχει ιδιαίτερα υψηλή οικονομική αξία. Σύμφωνη προς το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ, ερμηνεία των άρθρων 966 §§ 3-4 και 1019 ΚΠολΔ δικαιολογεί εν προκειμένω τον αποκλεισμό της ανατροπής της κατάσχεσης αλλά και την κατάφαση του επιτρεπτού της επίσπευσης 5ου πλειστηριασμού με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 966 § 4 ΚΠολΔ, ώστε να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα του εκτελεστού τίτλου˙ β) επί οφειλών ΟΤΑ και ΝΠΔΔ στις οποίες ο καθ’ ου η εκτέλεση επωφελείται της τύποις διακριτοίς νομικής προσωπικότητάς του έναντι της Κεντρικής Κυβέρνησης, ώστε να αποφύγει την ικανοποίηση προμηθευτών και λοιπών δανειστών. Αν και η κατάφαση της ερμηνευτικής διεύρυνσης των ορίων της παθητικής νομιμοποίησης στην αναγκαστική εκτέλεση κατά το άρθρο 919 ΚΠολΔ στο πλαίσιο σύμφωνης με το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ ερμηνείας θα έπρεπε μάλλον να αποκλεισθεί εδώ χάριν σταθμίσεων ασφάλειας δικαίου, πάντως η υφιστάμενη ρύθμιση του ελληνικού δικονομικού δικαίου αναδεικνύσει στο σημείο αυτό μια σοβαρή αδυναμία του συστήματος αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία αξιολογούμενη υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ θα πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς το σύστημα της ΕΣΔΑ.
_______________________________
1. Κργνωμ. βλ. ενδεικτ. Κλαμαρή, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, 1989, σ. 167 επ˙ Νίκα, ΔΑνΕκτ Ι, 2010, § 1 αρ. 5 μ.π.π. στην αύτοθι σημ. 12. Βλ. και νομολογία στη συνέχει του κειμένου, σημ. 3.
2. ΕΔΔΑ 19.3.1997, Hornsby κατά Ελλάδος, ΕΔΚΑ.
3. Π.χ. ΕφΑθ 1837/2007 ΝοΒ 2007.1147=ΕΦΑΔ 2008.361˙ ΕφΑθ 2052/2012 ΝΟΜΟΣ˙ ΕφΑθ 2836/2012 ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 461/2016 ΝΟΜΟΣ.
4. Νίκας, ΔΑνΕκτ, § 1 αρ. 6.
5. Hornsby κατά Ελλάδος, § 40.
6. ΕΔΔΑ 27.9.2005, Adriana Šimkova v. Slovakia, 77708/01, § 23˙ (αδικαιολόγητη η πενταετής διάρκεια της εκτέλεσης απόφασης διατροφής).
7. Adriana Šimkova v. Slovakia, §§ 23, 25.
8. Maire v. Portugal, no. 48206/99, § 74.
9. ΕΔΔΑ 7.6.2005, Fouklev v. Ukraine, 71186/01, § 84.
10. ΕΔΔΑ 7.11.2013, Matrakas and Others v. Poland and Greece, § 146.
11. ΕΔΔΑ, 28.7.1999, Immobiliare Saffi v. Italy, 22774/93, §§ 64 επ.
12. ΕΔΔΑ 18.11.2010, Romańczyk v. France, no. 7618/05, § 55.
13. Matrakas v. Poland, §§ 127-129.
14. ΕΔΔΑ 3.5.2011, Negrepontis- Gianisis v. Greece, 56759/08, § 58 και ιδίως §§ 90-92.
15. ΕΔΔΑ 13.10.2009, SELİN ASLI ÖZTÜRK c. TURQUIE, 39523/03, §§ 53-55.
16. ΕΔΔΑ 22.6.2004, Pini and Others v. Romania, 78028/01. §§ 175, 188.
17. ΕΔΔΑ 6.1.2016, Żuk v. Poland, 48286/11, §§ 60 επ.
18. ΕΔΔΑ 12.9.2012, Dadiani and Machaveli v. Georgia, 8252/08, §§ 43 επ, 51.
19. Ενδεικτ. ΕΔΔΑ 21.7.2005, Yavorivskaya v. Russia, 34687/02, § 25.
20. ΕΔΔΑ 9.2.2005 Bakay and Others v. Ukraine, §§ 23-24.
21. Immobiliare Saffi v. Italy, §§ 64 επ.