Η Δίκαιη Δίκη
Νικόλαος Μπιτζιλέκης,
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Το δεύτερο ετήσιο συνέδριο της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ είναι αφιερωμένο στο θέμα της δίκαιης δίκης. Μιλώντας για δίκαιη δίκη, ευλόγως θα αναφερόταν κανείς σε ένα κανονιστικό σύστημα, εθνικό και διεθνές, το οποίο επιτρέπει τη διεξαγωγή μιας δίκης κατά τρόπο αμερόληπτο, αντικειμενικό και δίκαιο, που να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες και να διασφαλίζει το κοινωνικό κράτος δικαίου. Έχουν ασφαλώς γραφεί και ειπωθεί πολλά για τις θεσμικές εγγυήσεις που διασφαλίζουν αυτό που λέμε σήμερα δίκαιη δίκη, ουσιαστική δηλ. και ηθική πραγμάτωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης. Ωστόσο, πολλές φορές το έλλειμμα που αισθανόμαστε δεν είναι σε κανονιστικό αλλά σε καθαρά πραγματικό και πολιτικό επίπεδο. Πώς μπορείς να μιλάς για δίκαιη δίκη σε μια χώρα που η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης είναι η πιο αργή στην Ευρώπη και η τέταρτη πιο αργή στον κόσμο, ώστε δικαίως να αναρωτιέται κανείς αν μπορεί να την εμπιστευθεί (38 νόμους ψηφίσαμε τα τελευταία χρόνια για να την επιταχύνουν); Πώς μπορείς να μιλάς για δίκαιη δίκη σε μια χώρα όπου μόλις το 30% των νόμων εφαρμόζεται, η οποία από το 1975 μέχρι σήμερα έχει ψηφίσει 250 φορολογικά νομοσχέδια, ενώ οι ΗΠΑ μέσα στα 250 χρόνια από την ανεξαρτησία της ψήφισαν και εφάρμοσαν μόνο δέκα; Πώς μπορείς επίσης να μιλάς για δίκαιη δίκη σε μια χώρα που η πολυνομία και ενίοτε αντινομία δυσκολεύουν αφόρητα τον εφαρμοστή του δικαίου ή του προσφέρουν ένα άλλοθι για να καλύψει ανεπάρκειες ή σκοπιμότητες; Φωτογραφικές διατάξεις, άσχετες τροπολογίες, νομοτεχνικά ασαφή προϊόντα αδιαφανών διαδικασιών μόνο τη διαφθορά και την αυθαιρεσία υποθάλπουν. Πώς μπορείς να μιλάς για δίκαιη δίκη σε μια χώρα που δεν προσφέρει στην πράξη τις απαραίτητες εγγυήσεις εσωτερικής και εξωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, όταν λ.χ. βλέπει κανείς συνδικαλιστές δικαστές να διορίζονται, αποκλειστικά από την εκτελεστική εξουσία, στα ύψιστα αξιώματα της δικαστικής ιεραρχίας, να αναλαμβάνουν επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, έστω και υπηρεσιακά, και μετά να επανέρχονται ως επικεφαλής της δικαστικής, να οπλίζονται με αρμοδιότητες πειθαρχικών διώξεων αλλά και εκδίκασης αυτών των διώξεων σε βάρος των υφισταμένων τους δικαστών, και αν τύχει και έχουν κάποια προσωπική υπόθεση που εκκρεμεί στα δικαστήρια, να λαμβάνουν και μια δήλωση συμπαράστασης από το συνδικαλιστικό όργανο των δικαστών; Πώς μπορείς να μιλάς για δίκαιη δίκη σε μια χώρα που διασφαλίζει ειδικό προνομιακό καθεστώς για την ποινική ευθύνη των υπουργών, ειδικό προνομιακό καθεστώς για την εκδίκαση των μισθολογικών και φορολογικών υποθέσεων των δικαστών, προάγοντας μια αντίληψη περί φορέων εξουσίας ξένη με τη δημοκρατική αρχή των υπηρετών δημοσίου συμφέροντος; Τέλος, πώς μπορείς να μιλάς για δίκαιη δίκη σε μια χώρα όπου επικρατεί η αρχή της απροσδιοριστίας των εννοιών και καλλιεργείται η σύγχυση σχετικά με το νόημα των λέξεων: λ.χ. η πτώχευση της χώρας και η δραματική φτωχοποίηση μεγάλης μάζας του πληθυσμού λέγεται απλώς άσκηση πολιτικής, άρα ανεπίδεκτη δικαστικού και δη ποινικού ελέγχου, η άσκηση βίας αποκαλείται περιφρούρηση της απεργίας, η απαγορευμένη απεργία δημόσιων λειτουργών ερμηνεύεται ως απλή αποχή από τα καθήκοντά τους, οι θεσμοί υπονομεύονται προς εξυπηρέτηση του «λαού», οι καταλήψεις των δρόμων και ο αποκλεισμός των συνόρων της χώρας προβάλλονται ως κοινωνικοί αγώνες, ενώ αρκεί η απλή δήλωση του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας περί μη ποινικοποίησης των κοινωνικών αγώνων για να αδρανοποιηθεί κάθε δικαστικός έλεγχος. Για ποια λοιπόν δίκαιη δίκη μπορούμε να μιλάμε, όταν δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε πάνω σε δύο απλά πράγματα: στο τι είναι νομιμότητα και στον σεβασμό της νομιμότητας;
Σε μια χώρα που αντιμετωπίζει σήμερα τόσα οικονομικά προβλήματα, στα οποία οδήγησαν οι θεσμικές ανεπάρκειες, η πολιτισμική υποκουλτούρα του πολιτικού παιχνιδιού και τα ελλείμματα της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, θεωρώ τουλάχιστον ατελέσφορη, αν όχι υποκριτική, μια θεωρητικού και δογματικού τύπου συζήτηση περί δίκαιης δίκης, η οποία δεν θα απαντούσε στα πιο πάνω κρίσιμα ερωτήματα της καθημερινής πραγματικότητας. Νομίζω ότι τελείωσε πια ο καιρός των δογματικών αναζητήσεων ή των περισπούδαστων και εμβριθών αναλύσεων και ήρθε ο καιρός που θα πρέπει να βάλουμε το χέρι επί τον τύπο των ήλων, αν θέλουμε ως νομική επιστήμη να διασώσουμε ό,τι απέμεινε από την αξιοπιστία μας.