Οι νεότερες διατάξεις για την επανάσκηση των τυπικά απαράδεκτων ενδίκων βοηθημάτων στον κώδικα διοικητικής δικονομίας

Ιάκωβος Μαθιουδάκης
Λέκτορας Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος


1. Η απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων για τυπικούς λόγους στο χώρο του διοικητικού δικονομικού δικαίου, και ιδιαίτερα του ΚΔΔ, είναι κάτι που δεν πρέπει να εκπλήσσει. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες, καταλαμβάνοντας όχι μόνο τις γενικές (άρθρο 23 ΚΔΔ) και ειδικές (άρθρα 63 επ., 71 επ. ΚΔΔ) προϋποθέσεις, που περιλαμβάνονται στον ΚΔΔ, αλλά και όσους επιπλέον όρους του παραδεκτού θέτουν ειδικές νομοθετικές διατάξεις με σκοπό την αναχαίτιση της άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Η πλειάδα και ενίοτε πολυπλοκότητα των τυπικών αυτών προϋποθέσεων δυσχεραίνει την πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη, συχνά με τίμημα την αποστέρηση της παροχής ουσιαστικής δικαστικής προστασίας.


2. Ο ΚΔΔ δεν επάγει ως γενική και αυτόθροη συνέπεια μη τήρησης των διαδικαστικών αυτών κανόνων την απόρριψη των ενδίκων βοηθημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως στην ομοδικία και στη συνάφεια) προβλέπει την επανάσκηση του τυπικά απαράδεκτου ενδίκου βοηθήματος διορθωμένου (άρθρ. 121 παρ. 2 και 122 παρ. 5 ΚΔΔ, αντίστοιχα). Άλλοτε, όπως όταν έχουν υποβληθεί όχι με πληρότητα τα απαιτούμενα τυπικά στοιχεία και εφόσον ο διάδικος παρέστη ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, η γραμματεία του δικαστηρίου οφείλει να τον ειδοποιήσει για τη συμπλήρωση των τυπικών παραλείψεων πριν το Δικαστήριο απορρίψει το ένδικο βοήθημα για τυπικούς λόγους (άρθρο 139Α ΚΔΔ). Δυνατή είναι, ακόμη, η παραίτηση από το τυπικά ελαττωματικό ένδικο βοήθημα και η επανάσκησή του κατά τρόπο ορθό (άρθρα 70 παρ. 2, 76 παρ. 3 ΚΔΔ), στο μέτρο, βέβαια, που δεν έχει εκπνεύσει η σχετική προθεσμία ή η αξίωση δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Παρά τις προαναφερόμενες δικονομικές δυνατότητες, στις περιπτώσεις τυπικών πλημμελειών γενικό κανόνα αποτελεί η απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων από το Δικαστήριο (άρθρο 35 ΚΔΔ). Η απόρριψη αυτή έχει, μάλιστα, οριστικό χαρακτήρα, στο μέτρο, που, για αδιαμφισβήτητες τυπικές παραλείψεις, η οδός των ενδίκων μέσων διανοίγεται ατελέσφορη.


3. Η εισαγωγή, λοιπόν, της δυνατότητας επανάσκησης των τυπικά απορριφθέντων ενδίκων βοηθημάτων αποτελεί μία σοβαρή δικαιοκρατική εγγύηση για όσους ιδιώτες απώλεσαν την παροχή ουσιαστικής δικαστικής προστασίας εξ αυτού του λόγου. Ο ΚΔΔ παρέχει αυτή τη δυνατότητα μετά από νεότερες νομοθετικές παρεμβάσεις, αφενός, στην περίπτωση της προσφυγής (παρ. 1 εδ. β’ άρθρ. 70 ΚΔΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 83 ν. 4139/2013) και, αφετέρου, της αγωγής (παρ. 2 άρθρο 76 ΚΔΔ, όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 ν. 3659/2008). Σύμφωνα με την ομοιόμορφη διατύπωση των δύο διατάξεων, εφόσον προσφυγή ή αγωγή απορρίφθηκε «τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς», είναι επιτρεπτή η άσκηση δεύτερης εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης, οπότε τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης. Η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να βρει, κατά την άποψή μας, εφαρμογή επί ανακοπής της διοικητικής εκτέλεσης, καθώς το άρθρο 221 ΚΔΔ δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη ρύθμιση, ενώ το άρθρο 230 ΚΔΔ παραπέμπει στις «γενικές διατάξεις του Α μέρους» του Κώδικα και όχι στις ειδικές ρυθμίσεις ενός εκάστου ενδίκου βοηθήματος, όπου περιλαμβάνονται τα άρθρα 70 παρ. 1 εδ. β’ και 76 παρ. 2 ΚΔΔ.


4. Δεν είναι η πρώτη φορά, που ο νομοθέτης παρέσχε με τις νεότερες διατάξεις των άρθρων 70 παρ. 1 εδ. β’ και 76 παρ. 2 ΚΔΔ μία τέτοια δικονομική ευχέρεια προς τους διαδίκους. Μπορεί να ανατρέξει κανείς στην παγία – όπως κρίθηκε κατ’ επανάληψη - ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986, η οποία επιτρέπει την εκ νέου άσκηση ενδίκου βοηθήματος, εάν αυτό «απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενόψει των ρυθμίσεων του ν. 1406/1983», εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου «μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε». Στο μέτρο, που οι ομοιότητες στη νομοτεχνική διατύπωση αλλά και στο σκοπό της παλαιάς και της νέας ρύθμισης είναι εμφανείς, η νομολογιακή επεξεργασία της τελευταίας μπορεί να χρησιμεύσει ως κατευθυντήριος οδηγός για την ερμηνεία των νέων διατάξεων.


5. Το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής των άρθρων 70 παρ. 1 εδ. β’ και 76 παρ. 2 ΚΔΔ οριοθετείται από την απόρριψη των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής «για τυπικούς λόγους». Σε αντίθεση με το περιορισμένο εύρος της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986, με τις νεότερες αυτές διατάξεις φαίνεται ότι καταλαμβάνεται οποιαδήποτε περίπτωση «τυπικού λόγου» απόρριψης του ενδίκου βοηθήματος. Πρόκειται για πλημμέλειες, που ανάγονται στο επίπεδο του παραδεκτού και όχι του βασίμου του ενδίκου βοηθήματος. Λόγω της γενικευμένης διατύπωσης της διάταξης φαίνεται ότι οποιοσδήποτε λόγος απαραδέκτου μπορεί να υπαχθεί στις νέες ρυθμίσεις. Εδώ μπορεί να υπαχθεί και η περίπτωση της από παραδρομή μη παράστασης στη δίκη του προσφεύγοντος ή ενάγοντος, παρά τη νόμιμη κλήτευσή του, χωρίς νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου. Η ρύθμιση δεν διακρίνει και θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η επανάσκηση θεραπεύει ακόμη και μία εκπροθέσμως ασκηθείσα προσφυγή. Έστω και αν η προθεσμία υπαχθεί στην ευρύτερη κατηγορία των «τυπικών» λόγων απόρριψης του ενδίκου βοηθήματος, πάντως, αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής των νέων διατάξεων είναι, νομίζουμε, ο θεραπεύσιμος χαρακτήρας της τυπικής πλημμέλειας, προϋπόθεση η οποία στην περίπτωση εκπροθέσμου δεν συντρέχει (πρβλ. ΣΕ 2203/2005).


6. Το κατά χρόνο πεδίο εφαρμογής των δύο διατάξεων δείχνει να διαφοροποιείται. Ενώ η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3659/2008 επιτρέπει την επανάσκηση και για τις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του νόμου αγωγές, ο νεότατος ν. 4139/2013 δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη ρύθμιση.


7. Η προθεσμία επανάσκησης του ενδίκου βοηθήματος εκτείνεται σε εξήντα ημέρες «από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης». Η διατύπωση της διάταξης δίνει την εντύπωση ότι καθίσταται αναγκαία η προηγούμενη εξάντληση και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Μία τέτοια ερμηνεία θα οδηγούσε, ωστόσο, σε υπερβολική καθυστέρηση της κατ’ ουσίαν εκδίκασης της υπόθεσης, μιας και θα υποχρέωνε τον διάδικο στην άσκηση ενός εκ των προτέρων ατελέσφορου ενδίκου μέσου, αναιρώντας τη χρησιμότητα της νέας διάταξης. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να προκριθεί και στο σημείο αυτό η παγιωμένη ερμηνεία της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986, σύμφωνα με την οποία δεν είναι αναγκαίο να έχει μεσολαβήσει προηγουμένως επίδοση τελεσίδικης απόφασης για την άσκηση δεύτερης αγωγής ή προσφυγής∙ το δίμηνο από την επίδοση της τελεσιδικίας «τίθεται ως το απώτατο χρονικό όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατ’ επίκληση της ανωτέρω διατάξεως και με τα εξ αυτής πλεονεκτήματα» (ΣΕ 1570/2012, 2941/2011, 2754/2000). Μάλιστα, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, είναι δυνατή η εκ νέου άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και πριν την έκδοση απόφασης επ’ αυτού, στην περίπτωση που ο διάδικος διαπίστωσε εγκαίρως την εμφιλοχωρήσασα τυπική πλημμέλεια (πρβλ. ΑΠ 800/2005, ΣΕ 2754/2000).


8. Άσκηση δεύτερης αγωγής ή προσφυγής σημαίνει ότι το νέο ένδικο βοήθημα πρέπει να είναι ταυτόσημο με το πρώτο, με μόνη εξαίρεση τη θεραπεία της τυπικής πλημμέλειας. Οποιαδήποτε παρέκκλιση σε αυτό το σημείο καθιστά το νέο ένδικο βοήθημα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο απαράδεκτο.


9. Οι έννομες συνέπειες της αρχικής άσκησης του ενδίκου βοηθήματος διατηρούνται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις νόμιμης επανάσκησής του. Το νέο ένδικο βοήθημα ανατρέχει ως προς όλες τις συνέπειές του στο χρόνο άσκησης του αρχικού. Με τον τρόπο αυτόν αποσοβείται ο κίνδυνος να κριθεί αυτό πλέον εκπρόθεσμο ή η αξίωση από την αγωγή παραγεγραμμένη, ενώ δεν απεμπολούνται ούτε τα συναφή δικαιώματα από τόκους. Τυχόν ακυρωτική απόφαση επί προσφυγής ανατρέχει στον χρόνο άσκησης του αρχικού ενδίκου βοηθήματος, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες ως προς το κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς. Η πάγια ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 προέβλεπε ρητά τον συνυπολογισμό του καταβληθέντος με το αρχικό δικόγραφο δικαστικού ενσήμου. Αντίστοιχη ρύθμιση δεν περιλήφθηκε στο άρθρο 83 του ν. 4139/2013.


10. Η συνταγματικότητα των ρυθμίσεων για την επανάσκηση των ενδίκων βοηθημάτων στον ΚΔΔ στηρίζεται στην ανάγκη παροχής ουσιαστικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ., πρβλ. ΣΕ 77/2003). Οποιαδήποτε λοιπόν ερμηνεία τους πρέπει να διενεργείται υπό το πρίσμα αυτό.

Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved