Ουσιώδεις πτυχές «διαφάνειας» της ποινικής δίκης

Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ


H ποινική δίκη, ως πρωτογενής δικαιϊκός μηχανισμός πραγμάτωσης του ποινικού συστήματος, προϋποθέτει την ομαλή και φανερή σύνδεση και αλληλεξάρτηση των επιμέρους διαδικαστικών φάσεών της αλλά και τη λειτουργική αξία της δημόσιας εικόνας της. Έτσι προέκυψε και προκύπτει και σήμερα, όσο και όταν προκύπτει, αυτό που ονομάζουμε «διαφάνεια», φανερή δράση, σε αντιδιαστολή με τη μυστικότητα και την αδυναμία πληροφόρησης και πρόσβασης στα τεκταινόμενα μιας ποινικής δίκης.


Για να οριστεί, στοιχειωδώς έστω, το πλαίσιο διαφάνειας που αποτυπώνεται στο ποινικό δικονομικό τοπίο, προτείνεται η σχηματική προσέγγισή του σε δύο κυρίως επίπεδα που τέμνονται μεταξύ των διαγωνίως: το ένα είναι το επίπεδο θετικής πρόβλεψης (τυπολογίας) και το άλλο το επίπεδο ελλειμματικής αφομοίωσης (παθολογίας).


Η μέθοδος αυτή εκτιμώ ότι μας προφυλάσσει από πρόχειρες περιγραφές ως προς την πραγματική στάθμη της δημόσιας εικόνας της ποινικής δίκης, ώστε να αποφεύγονται τόσο οι αβασάνιστες αξιώσεις όσο και οι πρόχειρές της απαξιώσεις.


Ο λόγος καθιέρωσης της δημοσιότητας των δικών στο άρ. 93§2 Συντ. είναι η διαφάνεια στην άσκηση του δικαστικού έργου και ο έλεγχος του τρόπου άσκησης της δικαστικής εξουσίας από τον κυρίαρχο λαό. Προς την κατεύθυνση αυτή προτείνω, ακολουθώντας την πορεία της ποινικής δίκης να προσδιορίσουμε εκφραστικές πτυχές σημαντικών διατάξεων που καθιερώνουν και αναγνωρίζουν τη διαφάνεια στα δικονομικά μας πράγματα και παράλληλα να επιχειρήσουμε τον αναγκαίο συσχετισμό τυπολογίας και παθολογίας.

Ειδικότερα:


α) Στο στάδιο της προδικασίας η δημοσιότητα είναι κατ’ αρχήν ανέφικτη από την ίδια τη φύση του πράγματος. Πάντως η μυστικότητα της ανάκρισης συνιστά το απαράβατο όριό της εκεί όπου αρχίζει να προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Διατηρείται λοιπόν μέχρις ότου κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία (άρ. 101, 108 ΚΠΔ), οπότε κάμπτεται και για τους άλλους διαδίκους, οι οποίοι παρίστανται, κατά κανόνα, σε κάθε ανακριτική πράξη (δημοσιότητα των μερών ή εσωτερική δημοσιότητα). Προβληματική από την άποψη αυτή εμφανίζεται η διατήρηση της μυστικότητας όταν τμήμα της προδικαστικής έρευνας διαρρέει και οι πάντες γνωρίζουν για πρόσωπα και πράγματα.


β) Η δημοσιότητα στην κύρια διαδικασία και μάλιστα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο κατοχυρώνεται στις περισσότερες νομοθεσίες και με θετικές διατάξεις συνταγματικής περιωπής (άρ. 93§2 Συντ., περαιτέρω και άρ. 329§1α, 330§2 ΚΠΔ). Ενώ η άμεση δημοσιότητα, ως δικαίωμα πρόσβασης του καθενός στην αίθουσα του δικαστηρίου, εν γένει έχει αφομοιωθεί από την ποινική πράξη, ζητήματα εγείρονται σε σχέση με τη λεγόμενη «έμμεση δημοσιότητα», δηλαδή εκείνη που τροφοδοτείται από τους αντιπροσώπους του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κυρίως όταν έχει τη μορφή της τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής μετάδοσης. Και στην τελευταία περίπτωση πρόκειται βέβαια για σύγχρονο μέσο ευρείας δημοσιότητας κάθε δημόσιας εκδήλωσης επομένως και της ποινικής δίκης και από την άποψη αυτή δεν φαίνεται να εξαιρείται από την προστασία του άρ. 93§2 του Συντάγματος. Επειδή ωστόσο η δημοσιότητα αυτή μπορεί να υποστεί μια ποσοτική αναπαραγωγή η οποία, αν δεν ελεγχθεί, μπορεί να οδηγήσει σε μια ασύδοτη ποσοτική μετάλλαξή της, είναι επιβεβλημένο να διατηρείται αλώβητος ο διαμεσολαβητικός ρόλος της αναμετάδοσης. Ενόψει πάντως της διχογνωμίας που υφίσταται και συνεκτιμώντας το περιεχόμενο των άρ. 5§1, 14 Συντ., 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και 10§1 της ΕΣΔΑ δεν είναι εύκολο να αγνοηθεί η έμμεση δημοσιότητα ως έκφραση της «πολιτικής δημοσιότητας», άμεσα συνυφασμένης με τη μετάδοση πολιτικών δικών, κατ’ εξοχήν των δικών του Ειδικού Δικαστηρίου. Σήμερα ως γνωστόν με το ν. 3090/2002 η απαγόρευση της μετάδοσης των δικών συνιστά τον κανόνα, ενώ η τηλεοπτική κάλυψη μπορεί να επιτραπεί με απόφαση του δικαστηρίου, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. γ) Δηλωτική της διαφάνειας της εισαγγελικής δράσης είναι η διάταξη του άρ. 308§2 ΚΠΔ, κατά την οποία καθιερώνεται υποχρέωση της εισαγγελίας να ειδοποιήσει αμέσως για την κατάθεση της εισαγγελικής πρότασης και να γνωστοποιήσει το περιεχόμενό της στο διάδικο που θα το ζητήσει με σχετική αίτηση, να διατηρήσει αντίγραφο της πρότασης στη γραμματεία και μετά την υποβολή της στο Συμβούλιο, καθώς και να μη διαβιβάσει την εισαγγελική πρόταση (μαζί με τη δικογραφία) στο δικαστικό Συμβούλιο εσπευσμένα. δ) Θετικό περιεχόμενο, με σημείο αναφοράς τη λειτουργία των δικαστικών Συμβουλίων, έχει η διάταξη του άρ. 309§2 τελ. εδ. ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία αν υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο σημαντικά έγγραφα από ένα διάδικο, με την έννοια ότι ασκούν ουσιώδη επιρροή στη διάγνωση της υπόθεσης, καλούνται και οι υπόλοιποι διάδικοι για να ενημερωθούν και να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους.


ε) Το δικαίωμα «αυτοπρόσωπης εμφάνισης» στο Συμβούλιο, ενώ για πολλά χρόνια είχε επαρκή νομοθετική πρόβλεψη, εντούτοις η άσκησή του στην πράξη είχε υποβιβαστεί σε επίπεδο μάλλον σπάνιας εξαίρεσης. Ακολούθησε η τροποποίηση του άρ. 309§2 ΚΠΔ με τον ν. 3904/2010, η οποία καθιέρωσε το υποχρεωτικό της αυτοπρόσωπης εμφάνισης «διά συνηγόρου» και σήμερα με την τελευταία μεταβολή του άρ. 309§2 ΚΠΔ, με το ν. 4055/2012, κατ’ ουσίαν καταργήθηκε η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων μαζί βέβαια και η παρουσία του εισαγγελέα, ο οποίος δεν θα παρίσταται στο Συμβούλιο. Το έλλειμμα στη δέσμη των δικαιωμάτων είναι προφανές,. αποδίδεται ωστόσο στην με κάθε τρόπο «επιτάχυνση» της διαδικασίας.


στ) Ουσιώδη έκφραση της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών αλλά και κρίσιμη παράμετρο της διαφάνειας της ποινικής δίκης, συνιστά, πιστεύω, η υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της τυχόν μειοψηφίας (άρ. 93§3 β’ Συντ.) Έτσι οι δικαστικές αποφάσεις αποβάλλουν τη συλλογική τους ανωνυμία και αποκτούν μια συλλογική ατομικότητα, η οποία προϋποθέτει την ευθύνη και αποκαλύπτει το ελεύθερο φρόνημα του δικαστή. Αν λοιπόν ελευθερία σημαίνει ευθύνη, ο δικαστής είναι θεσμικά και προσωπικά ελεύθερος (άρα ανεξάρτητος) όταν αναλαμβάνει ατομικά τις δημόσιες ευθύνες του.


ζ) Η αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, την κορυφαία πράξη διαφάνειας στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Όσο πειστικότερες είναι οι αιτιολογίες και όσο περισσότερο σύμφωνες προς τις κοινωνικές αξίες, τόσο περισσότερο συμβάλλουν στη δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή. Γι’ αυτό και ο σεβασμός του δικαστή κερδίζεται ή χάνεται από τον ίδιο, με βάση την κοινωνικοπολιτική του ωριμότητα, τη στάση του στη δίκη και κυρίως την επιστημονική και κοινωνική πειστικότητα της απόφασης.


Από τις σύντομες σκέψεις που προηγήθηκαν γίνεται φανερό ότι η «διαφάνεια» αναφέρεται σε κάθε μορφή έκφρασης του κράτους δικαίου. Και βέβαια η αλήθεια και το δίκαιο, ως αναλλοίωτες εκφράσεις του κράτους δικαίου, συνδέονται άρρηκτα με το άπλετο φως της φανερής δράσης, της δημοσιότητας και της διαφάνειας στην άσκηση του δικαστικού έργου.

Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved